Anonymous

προαναλίσκω: Difference between revisions

From LSJ
6
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[ἀναλίσκω]]<br /><b>1.</b> [[ξοδεύω]] εκ τών προτέρων<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[χάνω]] τη ζωή μου [[πριν]] από την ώρα μου («[[φειδώ]]... ἐγίγνετο ἐπ' εὐπραγίᾳ ἤδη σαφεῑ μὴ προαναλωθῆναι τῳ», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>προαναλίσκομαι</i><br />(για το [[νερό]]) καταναλίσκομαι από [[πριν]].
|mltxt=Α [[ἀναλίσκω]]<br /><b>1.</b> [[ξοδεύω]] εκ τών προτέρων<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[χάνω]] τη ζωή μου [[πριν]] από την ώρα μου («[[φειδώ]]... ἐγίγνετο ἐπ' εὐπραγίᾳ ἤδη σαφεῑ μὴ προαναλωθῆναι τῳ», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>προαναλίσκομαι</i><br />(για το [[νερό]]) καταναλίσκομαι από [[πριν]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προανᾱλίσκω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, αόρ. αʹ <i>-ανάλωσα</i>· [[ξοδεύω]] ή [[καταναλώνω]] από [[πριν]], εκ των προτέρων, σε Θουκ., Δημ. — Παθ., [[εκθέτω]] σε κίνδυνο την [[ζωή]] κάποιου, σε Θουκ.
}}
}}