3,270,469
edits
(34) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α [[ἀναλίσκω]]<br /><b>1.</b> [[ξοδεύω]] εκ τών προτέρων<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[χάνω]] τη ζωή μου [[πριν]] από την ώρα μου («[[φειδώ]]... ἐγίγνετο ἐπ' εὐπραγίᾳ ἤδη σαφεῑ μὴ προαναλωθῆναι τῳ», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>προαναλίσκομαι</i><br />(για το [[νερό]]) καταναλίσκομαι από [[πριν]]. | |mltxt=Α [[ἀναλίσκω]]<br /><b>1.</b> [[ξοδεύω]] εκ τών προτέρων<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[χάνω]] τη ζωή μου [[πριν]] από την ώρα μου («[[φειδώ]]... ἐγίγνετο ἐπ' εὐπραγίᾳ ἤδη σαφεῑ μὴ προαναλωθῆναι τῳ», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>προαναλίσκομαι</i><br />(για το [[νερό]]) καταναλίσκομαι από [[πριν]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προανᾱλίσκω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, αόρ. αʹ <i>-ανάλωσα</i>· [[ξοδεύω]] ή [[καταναλώνω]] από [[πριν]], εκ των προτέρων, σε Θουκ., Δημ. — Παθ., [[εκθέτω]] σε κίνδυνο την [[ζωή]] κάποιου, σε Θουκ. | |||
}} | }} |