Anonymous

προαναλίσκω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προανᾱλίσκω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, αόρ. αʹ <i>-ανάλωσα</i>· [[ξοδεύω]] ή [[καταναλώνω]] από [[πριν]], εκ των προτέρων, σε Θουκ., Δημ. — Παθ., [[εκθέτω]] σε κίνδυνο την [[ζωή]] κάποιου, σε Θουκ.
|lsmtext='''προανᾱλίσκω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, αόρ. αʹ <i>-ανάλωσα</i>· [[ξοδεύω]] ή [[καταναλώνω]] από [[πριν]], εκ των προτέρων, σε Θουκ., Δημ. — Παθ., [[εκθέτω]] σε κίνδυνο την [[ζωή]] κάποιου, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''προανᾱλίσκω:''' (aor. προανήλωσα и προανάλωσα) заранее истрачивать (χρήματα Thuc.; [[ἀργύριον]] Dem.): μὴ προαναλωθῆναί τῳ Thuc. чтобы не понести каких-л. потерь раньше времени; π. ἑαυτόν Plut. губить себя самого.
}}
}}