3,270,470
edits
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προανᾱλίσκω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, αόρ. αʹ <i>-ανάλωσα</i>· [[ξοδεύω]] ή [[καταναλώνω]] από [[πριν]], εκ των προτέρων, σε Θουκ., Δημ. — Παθ., [[εκθέτω]] σε κίνδυνο την [[ζωή]] κάποιου, σε Θουκ. | |lsmtext='''προανᾱλίσκω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, αόρ. αʹ <i>-ανάλωσα</i>· [[ξοδεύω]] ή [[καταναλώνω]] από [[πριν]], εκ των προτέρων, σε Θουκ., Δημ. — Παθ., [[εκθέτω]] σε κίνδυνο την [[ζωή]] κάποιου, σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προανᾱλίσκω:''' (aor. προανήλωσα и προανάλωσα) заранее истрачивать (χρήματα Thuc.; [[ἀργύριον]] Dem.): μὴ προαναλωθῆναί τῳ Thuc. чтобы не понести каких-л. потерь раньше времени; π. ἑαυτόν Plut. губить себя самого. | |||
}} | }} |