Anonymous

πότνια: Difference between revisions

From LSJ
1,128 bytes added ,  31 December 2018
6
(33)
(6)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, τ. κλητ. και [[πότνα]], Α<br />(ως τιμητική [[προσφώνηση]] θεάς ή εξέχουσας θνητής γυναίκας)<br /><b>1.</b> <b>ως ουσ.</b> [[βασίλισσα]], [[δέσποινα]], [[κυρία]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> τιμημένη, σεβαστή, [[μεγαλοπρεπής]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>αἱ Πότνιαι</i><br />α) [[προσωνυμία]] τών Ευμενίδων<br />β) [[πόλη]] της αρχαίας Βοιωτίας, αλλ. [[Ποτνιαί]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πότνια]] θηρῶν»<br />(για την Άρτεμι) η [[βασίλισσα]] τών άγριων ζώων<br />β) «[[πότνια]] ἐρώτων»<br />(για την [[Αφροδίτη]]) η θεά του έρωτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το αρχαϊκού τύπου όν. [[πότνια]] αποτελεί, [[κατά]] την πιθανότερη [[άποψη]], θηλ. της λ. [[πόσις]], [[παρά]] τις μορφολογικές και σημασιολογικές διαφορές (<b>βλ.</b> και λ. [[πόσις]]), και αντιστοιχεί με τα: αρχ. ινδ. <i>patn</i><i>ī</i>- «[[κυρία]], θεά», αβεστ. <i>paθn</i><i>ī</i> «[[κυρία]], [[οικοδέσποινα]]», [[καθώς]] και με συνθ. τ. όπως: αρχ. ινδ. <i>v</i><i>ī</i><i>ra</i>-<i>patn</i><i>ī</i> «[[σύζυγος]] του ήρωα», λιθουαν. <i>viešpatni</i> «[[κυρία]] του σπιτιού». Κατά μία [[άποψη]], οι τ. [[πότνια]], αρχ. ινδ. <i>pat</i><i>ńī</i> προήλθαν από έναν ΙΕ τ. <i>pot</i>-<i>in</i><i>ī</i> (<b>βλ.</b> [[πόσις]]), σχηματισμένο [[κατά]] τα θηλ. της Ινδοευρωπαϊκής σε -<i>in</i><i>ī</i>, με [[συγκοπή]] του -<i>ι</i>-. Η λ. [[πότνια]] απαντά [[συνήθως]] ως [[προσωνυμία]] θεοτήτων (<b>πρβλ.</b> και τη [[χρήση]] της λ. στη Μυκηναϊκή ως επίθ. της Αθηνάς και άλλων θεοτήτων με τη [[μορφή]] <i>potinija</i>) και σπανιότερα με τη σημ. «[[κυρία]] του σπιτιού», για την οποία χρησιμοποιείται η λ. [[δέσποινα]]. Τέλος, ο [[δισύλλαβος]] τ. της κλητ. [[πότνα]] οφείλεται σε μετρικούς λόγους και σχηματίστηκε με [[αποβολή]] του συνιζανόμενου φωνήεντος -<i>ι</i>- λόγω της ταχύτερης προφοράς της λ.].
|mltxt=ἡ, τ. κλητ. και [[πότνα]], Α<br />(ως τιμητική [[προσφώνηση]] θεάς ή εξέχουσας θνητής γυναίκας)<br /><b>1.</b> <b>ως ουσ.</b> [[βασίλισσα]], [[δέσποινα]], [[κυρία]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> τιμημένη, σεβαστή, [[μεγαλοπρεπής]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>αἱ Πότνιαι</i><br />α) [[προσωνυμία]] τών Ευμενίδων<br />β) [[πόλη]] της αρχαίας Βοιωτίας, αλλ. [[Ποτνιαί]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πότνια]] θηρῶν»<br />(για την Άρτεμι) η [[βασίλισσα]] τών άγριων ζώων<br />β) «[[πότνια]] ἐρώτων»<br />(για την [[Αφροδίτη]]) η θεά του έρωτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το αρχαϊκού τύπου όν. [[πότνια]] αποτελεί, [[κατά]] την πιθανότερη [[άποψη]], θηλ. της λ. [[πόσις]], [[παρά]] τις μορφολογικές και σημασιολογικές διαφορές (<b>βλ.</b> και λ. [[πόσις]]), και αντιστοιχεί με τα: αρχ. ινδ. <i>patn</i><i>ī</i>- «[[κυρία]], θεά», αβεστ. <i>paθn</i><i>ī</i> «[[κυρία]], [[οικοδέσποινα]]», [[καθώς]] και με συνθ. τ. όπως: αρχ. ινδ. <i>v</i><i>ī</i><i>ra</i>-<i>patn</i><i>ī</i> «[[σύζυγος]] του ήρωα», λιθουαν. <i>viešpatni</i> «[[κυρία]] του σπιτιού». Κατά μία [[άποψη]], οι τ. [[πότνια]], αρχ. ινδ. <i>pat</i><i>ńī</i> προήλθαν από έναν ΙΕ τ. <i>pot</i>-<i>in</i><i>ī</i> (<b>βλ.</b> [[πόσις]]), σχηματισμένο [[κατά]] τα θηλ. της Ινδοευρωπαϊκής σε -<i>in</i><i>ī</i>, με [[συγκοπή]] του -<i>ι</i>-. Η λ. [[πότνια]] απαντά [[συνήθως]] ως [[προσωνυμία]] θεοτήτων (<b>πρβλ.</b> και τη [[χρήση]] της λ. στη Μυκηναϊκή ως επίθ. της Αθηνάς και άλλων θεοτήτων με τη [[μορφή]] <i>potinija</i>) και σπανιότερα με τη σημ. «[[κυρία]] του σπιτιού», για την οποία χρησιμοποιείται η λ. [[δέσποινα]]. Τέλος, ο [[δισύλλαβος]] τ. της κλητ. [[πότνα]] οφείλεται σε μετρικούς λόγους και σχηματίστηκε με [[αποβολή]] του συνιζανόμενου φωνήεντος -<i>ι</i>- λόγω της ταχύτερης προφοράς της λ.].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πότνιᾰ:''' ἡ (από την [[ίδια]] [[ρίζα]] όπως <i>πόσ-ις</i>, <i>δεσ-πότ-ης</i>), ποιητ. [[τίτλος]] [[τιμής]]· χρησιμ. [[κυρίως]] σε προσφωνήσεις θεών ή θνητών [[γυναικών]]:<br /><b class="num">1.</b> = [[δέσποινα]], [[κυρία]], [[βασίλισσα]], με γεν., [[πότνια]] θηρῶν (ονομ.), [[βασίλισσα]] των άγριων θηρίων, Λατ. [[potens]] ferarum, σε Ομήρ. Ιλ.· [[πότνια]] βέλεων, σε Πίνδ.· απόλ., πότνι' [[Ἐρινύς]], σε Αισχύλ.· [[συχνά]] με κλητ.· ὦ πότνι' [[Ἥρα]], στον ίδ.· ὦ [[πότνια]] (ενν. [[Ἀθηναία]]), σε Αριστοφ.· στον πληθ., λέγεται για τις Ευμενίδες, σε Ηρόδ., Σοφ.· επίσης λέγεται για τη [[Δήμητρα]] και την [[Περσεφόνη]], σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> ως επίθ., [[σεβάσμιος]], [[σεπτός]], σε Όμηρ.
}}
}}