3,253,652
edits
(33) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-οδος, ο<br /><b>βλ.</b> [[πολύποδας]]. | |mltxt=-οδος, ο<br /><b>βλ.</b> [[πολύποδας]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πολύπους:''' ὁ, ἡ, ουδ. <i>-πουν</i>· αιτ. αρσ. <i>πολύποδα</i>· πληθ. ουδ. <i>πολύποδα</i>· αυτός που έχει [[πολλά]] πόδια, σε Σοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">• [[πολύπους]]:</b> [[κυρίως]] [[πουλύπους]], -οδος, ὁ (ο [[τύπος]] [[πολύπους]] είναι μεταγεν.)· ονομ. [[πουλύπους]], αιτ. <i>-πουν</i>, γεν. <i>πουλύποδος</i>· πληθ., ονομ. <i>πουλύποδες</i>· αιτ. <i>-ποδας</i>· γεν. <i>πουλυπόδων</i>· ποιητ. επίσης, [[πολύπους]], αιτ. <i>-πουν</i> και <i>-ποδα</i>· πληθ. <i>-ποδες</i>, αιτ. <i>-πους</i>, <i>-ποδας</i>· ο [[θαλάσσιος]] [[πολύποδας]] ή το [[χταπόδι]], Λατ. polupus (σε Ρήτ.), σε Ομήρ. Οδ., Θέογν. κ.λπ. | |||
}} | }} |