3,271,364
edits
(33) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που παράγει δυνατό ήχο («πολυηχέες πέτραι», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>2.</b> αυτός που παράγει [[ποικιλία]] ήχων, [[πολύφωνος]] («χοροῦ πολυηχὴς [[φωνή]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για άνεμο) [[θορυβώδης]]<br /><b>2.</b> (για [[τραγούδι]] αηδονιού) αυτός που έχει [[ποικιλία]] ήχων, πολλούς κυματισμούς («ἥ τε [ἀηδὼν] θαμὰ τρωπῶσα χέει πολυήχεα φωνήν», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ηχής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἠχή</i> «[[ήχος]], [[θόρυβος]]»), <b>πρβλ.</b> <i>υψ</i>-<i>ηχής</i>]. | |mltxt=-ές, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που παράγει δυνατό ήχο («πολυηχέες πέτραι», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>2.</b> αυτός που παράγει [[ποικιλία]] ήχων, [[πολύφωνος]] («χοροῦ πολυηχὴς [[φωνή]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για άνεμο) [[θορυβώδης]]<br /><b>2.</b> (για [[τραγούδι]] αηδονιού) αυτός που έχει [[ποικιλία]] ήχων, πολλούς κυματισμούς («ἥ τε [ἀηδὼν] θαμὰ τρωπῶσα χέει πολυήχεα φωνήν», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ηχής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἠχή</i> «[[ήχος]], [[θόρυβος]]»), <b>πρβλ.</b> <i>υψ</i>-<i>ηχής</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πολυηχής:''' -ές ([[ἦχος]]), [[πολυτονικός]], που έχει πολλούς ήχους, λέγεται για τη [[φωνή]] του αηδονιού, σε Ομήρ. Οδ.· αυτός που ηχεί [[πολύ]] ή [[δυνατά]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |