Anonymous

πόρος: Difference between revisions

From LSJ
2,758 bytes added ,  31 December 2018
6
(33)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> το [[μέρος]] του ποταμού από το οποίο περνά [[κάποιος]] στην [[απέναντι]] όχθη<br /><b>2.</b> [[πέρασμα]], [[διάβαση]] («εὐθὺς γενέσθω [[πορφυρόστρωτος]] [[πόρος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[πορθμός]], στενό [[μέρος]] της θάλασσας (α. «Ευβοϊκός [[πόρος]]» β. «[[πόρος]] Ἕλλας» — ο [[Ελλήσποντος]], <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>4.</b> μικρή [[κοιλότητα]], [[άνοιγμα]] μικρού μεγέθους του καλυπτήριου συστήματος ή τών βλεννογόνων («πόροι του δέρματος»)<br /><b>5.</b> <b>ανατ.</b> [[σχηματισμός]] με [[μορφή]] μακρού κυλινδρικού [[σωλήνα]], [[εκτός]] από τις αρτηρίες και τις φλέβες, διά του οποίου διέρχονται διάφορες ουσίες ή άλλα ανατομικά στοιχεία (α. «[[ακουστικός]] [[πόρος]]» β. «δακρυϊκοί πόροι» γ. «[[πόρος]] τροφής» — ο [[οισοφάγος]], <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι πόροι</i><br />τα χρηματικά [[μέσα]], τα εισοδήματα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> στρογγυλή οπή από την οποία απελευθερώνονται τα σπέρματα ορισμένων ώριμων καρπών οι οποίοι έχουν τη [[μορφή]] κάψας<br /><b>2.</b> <b>(μυκητ.)</b> το εξωτερικό [[άνοιγμα]] τών κατακόρυφων σωλήνων που βρίσκονται στην [[κάτω]] [[πλευρά]] του πίλου τών μανιταριών της οικογένειας βολετίδες ή της τάξης πολυπορώδη<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «εθνικοί πόροι»<br />i) το [[σύνολο]] τών μέσων παραγωγής τών εν ενεργεία πηγών του εθνικού προϊόντος, δηλ. το [[απόθεμα]] του υλικού κεφαλαίου, του εργατικού δυναμικού και τών φυσικών πόρων<br />ii) το [[σύνολο]] τών αγαθών και υπηρεσιών που [[είναι]] διαθέσιμα σε μια [[χώρα]] και μπορούν να χρησιμοποιηθούν για [[κατανάλωση]] και [[επένδυση]]<br />β) «[[βαδιστικός]] [[πόρος]]»<br /><b>ζωολ.</b><br />οπή της ασβεστολιθικής πλάκας στη βαδιστική [[ζώνη]] του αχινού, από όπου εξέρχεται ο [[βαδιστικός]] [[ποδίσκος]]<br />γ) «βραγχιακός [[πόρος]]»<br /><b>ζωολ.</b> έξω [[στόμιο]] της βραγχιακής περιοχής που επιτρέπει την [[έξοδο]] του νερού στα [[εντερόπνευστα]] και στους κυκλοστόμους<br />δ) «[[γεννητικός]] [[πόρος]]»<br /><b>ζωολ.</b> εξωτερικό [[στόμιο]] τών γοναγωγών σε πολλές ομάδες ζώων<br />ε) «[[καψικός]] [[πόρος]]»<br /><b>ζωολ.</b> [[στόμιο]] της κεντρικής κάψας τών ακτινόποδων πρωτοζώων από όπου εξέρχονται τα ψευδοπόδια<br />στ) «[[υδροφορικός]] [[πόρος]]»<br /><b>ζωολ.</b> [[στόμιο]] του υδροφορικού συστήματος τών εχινοδέρμων στο επίπεδο της μαδρεπορικής πλάκας<br />ζ) «[[πεδίο]] πόρων» — [[σύνολο]] μικροσκοπικών πόρων που απαντούν αποκλειστικά στα ακτινόζωα της τάξης [[μονόπυλα]]<br />η) «[[βλαστητικός]] [[πόρος]]»<br /><b>βοτ.</b> [[περιοχή]] του γυρεοκόκκου με λεπτότερη μεμβράνη, από την οποία εξέρχεται ο αναπτυσσόμενος γυρεοσωλήνας<br />θ) «[[πόρος]] ξύλου»<br /><b>βοτ.</b> η κεντρική οπή τών αγγείων στα δικότυλα φυτά, που [[είναι]] ορατή σε [[τομή]] του κορμού κάθετη [[προς]] τον άξονα του φυτού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θάλασσα]], [[πέλαγος]] (ἀρχόμενοι πρὸς Ἰόνιον πόρον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> τεχνητή [[διάβαση]] ποταμού, [[γέφυρα]]<br /><b>3.</b> [[υδραγωγείο]]<br /><b>4.</b> ο [[τόπος]] από όπου διέρχονται τα θηράματα («τοὺς πόρους αὐτῶν [[ἐκμανθάνω]] καὶ πρὸς οἷα χωρία φεύγοντες [ἀεὶ] ὁρῶνται οἱ λαγῷ», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> ο [[τρόπος]] με τον οποίο κατορθώνεται ή επιτελείται [[κάτι]] («[[ἐπεὶ]] γε δὴ οὐδεὶς [[πόρος]] ἐφαίνετο τῆς ἁλώσιος», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> [[επινόημα]], [[τέχνασμα]]<br /><b>7.</b> ο [[τρόπος]] εξεύρεσης χρημάτων<br /><b>8.</b> [[πορεία]], [[ταξίδι]]<br /><b>9.</b> [[πλους]] («ἐν τῷ πόρῳ πλοῑον ἀνατρέψαι», Αισχίν.)<br /><b>10.</b> (ως κύριο όν. σε [[προσωποποίηση]]) <i>ὁ Πόρος</i><br />ο [[πατέρας]] του Έρωτος<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πόρος]] ἁλός» — η θαλάσσια [[οδός]]<br />β) «[[πόρος]] ὁδοῡ» — [[μέσο]] για [[εκτέλεση]] πορείας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πόρος]] ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>πορ</i>- της ρίζας <i>per</i>- «[[διαπερνώ]], [[διακομίζω]], [[διέρχομαι]]» (<b>πρβλ.</b> [[πείρω]], [[πέρα]], [[πέρνημι]], [[πόρνη]]). Η λ. [[πόρος]] έχει αρχική σημ. «[[πέρασμα]], [[διάβαση]], [[πορθμός]]» (<b>πρβλ.</b> [[πορεύς]], [[πορεύω]], [[πορθμός]]), η οποία στη [[συνέχεια]] επεκτάθηκε στη σημ. «[[μέσο]], [[τρόπος]] για να περάσει [[κανείς]]» και [[επομένως]] «χρηματικά [[μέσα]], αποθέματα, εισοδήματα» (<b>πρβλ.</b> [[πόριμος]], [[πορίζω]]). Η λ. απαντά ως β' συνθετικό σε μεγάλο αριθμό συνθ. [[κυρίως]] με τη σημ. «[[περνώ]], [[διασχίζω]], [[ταξιδεύω]]» (<b>πρβλ.</b> <i>οδοι</i>-[[πόρος]], <i>ποντο</i>-[[πόρος]], <i>στενό</i>-<i>πορος</i>), ενώ υπάρχουν και ορισμένα σύνθ., όπου η λ. [[πόρος]] χρησιμοποιείται και με τη σημ. «εισοδήματα, χρηματικά [[μέσα]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ά</i>-<i>πορος</i>, [[εύπορος]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[πορεύω]] (-<i>ομαι</i>), [[πορθμός]], [[πορίζω]], [[πορώδης]] <b>αρχ.</b> [[πορεύς]], [[πόριμος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[ποροποιώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πορογαμία]], [[ποροσκοπία]]. (Β' συνθετικό) [[αεροπόρος]], [[άπορος]], [[βραδυπόρος]], [[έμπορος]], [[εύπορος]], [[θαλασσοπόρος]], [[οδοιπόρος]], [[πεζοπόρος]], [[ποντοπόρος]], [[πρωτοπόρος]], [[συνοδοιπόρος]], [[ταχύπορος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αγχίπορος]], [[αδροπόρος]], [[αερσιπόρος]], [[ακροπόρος]], [[αλιπόρος]], [[αμευσίπορος]], [[αντίπορος]], <i>αραιοπόρος</i>, <i>αυτόπορος</i>, [[βαθύπορος]], [[βουπόρος]], [[βραχυπόρος]], <i>γλαυκήπορος</i>, [[δίπορος]], [[ελιξόπορος]], [[επτάπορος]], [[ευθύπορος]], [[ευρύπορος]], [[ιθυπόρος]], <i>ιλιοπόρος</i>, [[ιχθυπόρος]], [[κελευθοπόρος]], [[κυκλοπόρος]], [[λαοπόρος]], [[λινοπόρος]], [[λοξόπορος]], [[μακρόπορος]], [[μεσοπόρος]], [[ναύπορος]], [[ναυσίπορος]], [[νυκτιπόρος]], [[οινοπόρος]], <i>οξύπορος</i>, [[οπισθοπόρος]], [[ορθοπόρος]], [[παιδοπόρος]], [[παλίμπορος]], [[πανάπορος]], [[παντοπόρος]], [[πεντάπορος]], [[πολύπορος]], [[ποταμηπόρος]], [[πυκνόπορος]], [[σκολιοπόρος]], [[στενόπορος]], [[σύμπορος]], [[τετράπορος]], [[τηλέπορος]], [[υγροπόρος]], <i>υδρόπορος</i>, [[υψίπορος]], [[χρυσόπορος]], [[ωκύπορος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ανεμοπόρος</i>, [[νυκτοπόρος]], <i>ωκεανοπόρος</i>].
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> το [[μέρος]] του ποταμού από το οποίο περνά [[κάποιος]] στην [[απέναντι]] όχθη<br /><b>2.</b> [[πέρασμα]], [[διάβαση]] («εὐθὺς γενέσθω [[πορφυρόστρωτος]] [[πόρος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[πορθμός]], στενό [[μέρος]] της θάλασσας (α. «Ευβοϊκός [[πόρος]]» β. «[[πόρος]] Ἕλλας» — ο [[Ελλήσποντος]], <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>4.</b> μικρή [[κοιλότητα]], [[άνοιγμα]] μικρού μεγέθους του καλυπτήριου συστήματος ή τών βλεννογόνων («πόροι του δέρματος»)<br /><b>5.</b> <b>ανατ.</b> [[σχηματισμός]] με [[μορφή]] μακρού κυλινδρικού [[σωλήνα]], [[εκτός]] από τις αρτηρίες και τις φλέβες, διά του οποίου διέρχονται διάφορες ουσίες ή άλλα ανατομικά στοιχεία (α. «[[ακουστικός]] [[πόρος]]» β. «δακρυϊκοί πόροι» γ. «[[πόρος]] τροφής» — ο [[οισοφάγος]], <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι πόροι</i><br />τα χρηματικά [[μέσα]], τα εισοδήματα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> στρογγυλή οπή από την οποία απελευθερώνονται τα σπέρματα ορισμένων ώριμων καρπών οι οποίοι έχουν τη [[μορφή]] κάψας<br /><b>2.</b> <b>(μυκητ.)</b> το εξωτερικό [[άνοιγμα]] τών κατακόρυφων σωλήνων που βρίσκονται στην [[κάτω]] [[πλευρά]] του πίλου τών μανιταριών της οικογένειας βολετίδες ή της τάξης πολυπορώδη<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «εθνικοί πόροι»<br />i) το [[σύνολο]] τών μέσων παραγωγής τών εν ενεργεία πηγών του εθνικού προϊόντος, δηλ. το [[απόθεμα]] του υλικού κεφαλαίου, του εργατικού δυναμικού και τών φυσικών πόρων<br />ii) το [[σύνολο]] τών αγαθών και υπηρεσιών που [[είναι]] διαθέσιμα σε μια [[χώρα]] και μπορούν να χρησιμοποιηθούν για [[κατανάλωση]] και [[επένδυση]]<br />β) «[[βαδιστικός]] [[πόρος]]»<br /><b>ζωολ.</b><br />οπή της ασβεστολιθικής πλάκας στη βαδιστική [[ζώνη]] του αχινού, από όπου εξέρχεται ο [[βαδιστικός]] [[ποδίσκος]]<br />γ) «βραγχιακός [[πόρος]]»<br /><b>ζωολ.</b> έξω [[στόμιο]] της βραγχιακής περιοχής που επιτρέπει την [[έξοδο]] του νερού στα [[εντερόπνευστα]] και στους κυκλοστόμους<br />δ) «[[γεννητικός]] [[πόρος]]»<br /><b>ζωολ.</b> εξωτερικό [[στόμιο]] τών γοναγωγών σε πολλές ομάδες ζώων<br />ε) «[[καψικός]] [[πόρος]]»<br /><b>ζωολ.</b> [[στόμιο]] της κεντρικής κάψας τών ακτινόποδων πρωτοζώων από όπου εξέρχονται τα ψευδοπόδια<br />στ) «[[υδροφορικός]] [[πόρος]]»<br /><b>ζωολ.</b> [[στόμιο]] του υδροφορικού συστήματος τών εχινοδέρμων στο επίπεδο της μαδρεπορικής πλάκας<br />ζ) «[[πεδίο]] πόρων» — [[σύνολο]] μικροσκοπικών πόρων που απαντούν αποκλειστικά στα ακτινόζωα της τάξης [[μονόπυλα]]<br />η) «[[βλαστητικός]] [[πόρος]]»<br /><b>βοτ.</b> [[περιοχή]] του γυρεοκόκκου με λεπτότερη μεμβράνη, από την οποία εξέρχεται ο αναπτυσσόμενος γυρεοσωλήνας<br />θ) «[[πόρος]] ξύλου»<br /><b>βοτ.</b> η κεντρική οπή τών αγγείων στα δικότυλα φυτά, που [[είναι]] ορατή σε [[τομή]] του κορμού κάθετη [[προς]] τον άξονα του φυτού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θάλασσα]], [[πέλαγος]] (ἀρχόμενοι πρὸς Ἰόνιον πόρον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> τεχνητή [[διάβαση]] ποταμού, [[γέφυρα]]<br /><b>3.</b> [[υδραγωγείο]]<br /><b>4.</b> ο [[τόπος]] από όπου διέρχονται τα θηράματα («τοὺς πόρους αὐτῶν [[ἐκμανθάνω]] καὶ πρὸς οἷα χωρία φεύγοντες [ἀεὶ] ὁρῶνται οἱ λαγῷ», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> ο [[τρόπος]] με τον οποίο κατορθώνεται ή επιτελείται [[κάτι]] («[[ἐπεὶ]] γε δὴ οὐδεὶς [[πόρος]] ἐφαίνετο τῆς ἁλώσιος», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> [[επινόημα]], [[τέχνασμα]]<br /><b>7.</b> ο [[τρόπος]] εξεύρεσης χρημάτων<br /><b>8.</b> [[πορεία]], [[ταξίδι]]<br /><b>9.</b> [[πλους]] («ἐν τῷ πόρῳ πλοῑον ἀνατρέψαι», Αισχίν.)<br /><b>10.</b> (ως κύριο όν. σε [[προσωποποίηση]]) <i>ὁ Πόρος</i><br />ο [[πατέρας]] του Έρωτος<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πόρος]] ἁλός» — η θαλάσσια [[οδός]]<br />β) «[[πόρος]] ὁδοῡ» — [[μέσο]] για [[εκτέλεση]] πορείας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πόρος]] ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>πορ</i>- της ρίζας <i>per</i>- «[[διαπερνώ]], [[διακομίζω]], [[διέρχομαι]]» (<b>πρβλ.</b> [[πείρω]], [[πέρα]], [[πέρνημι]], [[πόρνη]]). Η λ. [[πόρος]] έχει αρχική σημ. «[[πέρασμα]], [[διάβαση]], [[πορθμός]]» (<b>πρβλ.</b> [[πορεύς]], [[πορεύω]], [[πορθμός]]), η οποία στη [[συνέχεια]] επεκτάθηκε στη σημ. «[[μέσο]], [[τρόπος]] για να περάσει [[κανείς]]» και [[επομένως]] «χρηματικά [[μέσα]], αποθέματα, εισοδήματα» (<b>πρβλ.</b> [[πόριμος]], [[πορίζω]]). Η λ. απαντά ως β' συνθετικό σε μεγάλο αριθμό συνθ. [[κυρίως]] με τη σημ. «[[περνώ]], [[διασχίζω]], [[ταξιδεύω]]» (<b>πρβλ.</b> <i>οδοι</i>-[[πόρος]], <i>ποντο</i>-[[πόρος]], <i>στενό</i>-<i>πορος</i>), ενώ υπάρχουν και ορισμένα σύνθ., όπου η λ. [[πόρος]] χρησιμοποιείται και με τη σημ. «εισοδήματα, χρηματικά [[μέσα]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ά</i>-<i>πορος</i>, [[εύπορος]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[πορεύω]] (-<i>ομαι</i>), [[πορθμός]], [[πορίζω]], [[πορώδης]] <b>αρχ.</b> [[πορεύς]], [[πόριμος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[ποροποιώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πορογαμία]], [[ποροσκοπία]]. (Β' συνθετικό) [[αεροπόρος]], [[άπορος]], [[βραδυπόρος]], [[έμπορος]], [[εύπορος]], [[θαλασσοπόρος]], [[οδοιπόρος]], [[πεζοπόρος]], [[ποντοπόρος]], [[πρωτοπόρος]], [[συνοδοιπόρος]], [[ταχύπορος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αγχίπορος]], [[αδροπόρος]], [[αερσιπόρος]], [[ακροπόρος]], [[αλιπόρος]], [[αμευσίπορος]], [[αντίπορος]], <i>αραιοπόρος</i>, <i>αυτόπορος</i>, [[βαθύπορος]], [[βουπόρος]], [[βραχυπόρος]], <i>γλαυκήπορος</i>, [[δίπορος]], [[ελιξόπορος]], [[επτάπορος]], [[ευθύπορος]], [[ευρύπορος]], [[ιθυπόρος]], <i>ιλιοπόρος</i>, [[ιχθυπόρος]], [[κελευθοπόρος]], [[κυκλοπόρος]], [[λαοπόρος]], [[λινοπόρος]], [[λοξόπορος]], [[μακρόπορος]], [[μεσοπόρος]], [[ναύπορος]], [[ναυσίπορος]], [[νυκτιπόρος]], [[οινοπόρος]], <i>οξύπορος</i>, [[οπισθοπόρος]], [[ορθοπόρος]], [[παιδοπόρος]], [[παλίμπορος]], [[πανάπορος]], [[παντοπόρος]], [[πεντάπορος]], [[πολύπορος]], [[ποταμηπόρος]], [[πυκνόπορος]], [[σκολιοπόρος]], [[στενόπορος]], [[σύμπορος]], [[τετράπορος]], [[τηλέπορος]], [[υγροπόρος]], <i>υδρόπορος</i>, [[υψίπορος]], [[χρυσόπορος]], [[ωκύπορος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ανεμοπόρος</i>, [[νυκτοπόρος]], <i>ωκεανοπόρος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πόρος:''' ὁ ([[περάω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[μέσο]] για [[διάβαση]] ποταμού, [[πέρασμα]], στενό, Λατ. [[vadum]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· Πλούτωνος [[πόρος]], τα [[στενά]] της Στύγας, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[στενή]] [[θάλασσα]], [[ισθμός]], [[πορθμός]], Λατ. [[fretum]], σε Ησίοδ., Αισχύλ.· [[Ἰόνιος]] [[πόρος]], το Ιόνιο [[πέλαγος]] που είναι το [[πέρασμα]] από την [[Ελλάδα]] στην Ιταλία, σε Πίνδ.· <i>ἐν πόρῳ</i>, στη [[διάβαση]] των πλοίων, στον ομαλό δρόμο, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> περιφραστικά, πόροι [[ἁλός]], τα μονοπάτια της θάλασσας, δηλ. η [[ίδια]] η [[θάλασσα]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἐνάλιοι πόροι</i>, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ομοίως, λέγεται για ποτάμια, [[πόρος]] Ἀλφεοῦ, <i>Σκαμάνδρου</i>, δηλ. ο Αλφειός κ.λπ., σε Πίνδ.<br /><b class="num">4.</b> [[δρόμος]] πάνω από το [[ποτάμι]], δηλ. [[γέφυρα]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">5.</b> γενικά, [[μονοπάτι]], [[δρόμος]], σε Αισχύλ., Σοφ.· [[πόρος]] οἰωνῶν, [[δρόμος]] τον οποίο διασχίζουν, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">6.</b> [[δίοδος]] μέσω του δέρματος, <i>οἱ πόροι</i>, πόροι του δέρματος, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με γεν. πράγμ., [[τρόπος]] ή τα μέσα προς [[επίτευξη]], [[ολοκλήρωση]], <i>οὐκ ἐδύνατο πόρον οὐδένα ἀνευρεῖν</i>, σε Ηρόδ.· [[πόρος]] ὁδοῦ, μέσα προς [[εκτέλεση]] πορείας, σε Αριστοφ.· [[πόρος]] κακῶν, μέσα αποφυγής κακών, σε Ευρ.· με απαρ., [[πόρος]] τις τίσασθαι, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., μέσα επινόησης, [[εφεύρεση]], [[τέχνασμα]], διέξοδοι, σε Αισχύλ., Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> στην Αθήνα, [[πόρος]] χρημάτων, [[τρόπος]] απόκτησης χρημάτων, σε Ξεν., Δημ.· στον πληθ., οι «τρόποι και τα μέσα», εισοδήματα, πρόσοδοι, σε Δημ.<br /><b class="num">III.</b> [[πορεία]], [[πλεύση]], [[ταξίδι]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
}}