Anonymous

προεξέρχομαι: Difference between revisions

From LSJ
6
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> (για στρατιωτικό [[τμήμα]]) [[εξέρχομαι]] [[πριν]] από τον αντίπαλο<br /><b>2.</b> [[προλαβαίνω]] να φύγω, να σωθώ φεύγοντας<br /><b>3.</b> [[πεθαίνω]] [[πριν]] από ένα [[γεγονός]].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> (για στρατιωτικό [[τμήμα]]) [[εξέρχομαι]] [[πριν]] από τον αντίπαλο<br /><b>2.</b> [[προλαβαίνω]] να φύγω, να σωθώ φεύγοντας<br /><b>3.</b> [[πεθαίνω]] [[πριν]] από ένα [[γεγονός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προεξέρχομαι:''' αποθ., [[βγαίνω]] έξω από [[πριν]], <i>τῷ πεζῷ</i>, με το πεζικό, σε Θουκ.
}}
}}