Anonymous

προεξέρχομαι: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προεξέρχομαι:''' αποθ., [[βγαίνω]] έξω από [[πριν]], <i>τῷ πεζῷ</i>, με το πεζικό, σε Θουκ.
|lsmtext='''προεξέρχομαι:''' αποθ., [[βγαίνω]] έξω από [[πριν]], <i>τῷ πεζῷ</i>, με το πεζικό, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''προεξέρχομαι:''' (aor. 2 προεξῆλθον) выходить ранее или вперед: τῷ πεζῷ προεξελθόντες Thuc. выступив вперед с пехотой; προεξεληλυθὼς ἔτυχεν εἰς Σαρδόνα Polyb. (Гай Атилий) уже раньше отбыл в Сардинию.
}}
}}