Anonymous

προσάγω: Difference between revisions

From LSJ
6
(34)
(6)
Line 36: Line 36:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[φέρνω]] κάποιον ή [[κάτι]] [[κάπου]], [[προσκομίζω]] («τίς [[δαίμων]] [[τόδε]] [[πῆμα]] προσήγαγε;», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[οδηγώ]] κάποιον ή [[κάτι]] ενώπιον κάποιου και, [[ιδίως]], ενώπιον δικαστηρίου (α. «να προσαχθεί ο [[κατηγορούμενος]]» β. «τῷ Κύρῳ προσάγειν τοὺς αἰχμαλώτους», <b>Ξεν.</b><br />γ. «ἀπιέναι ἐκέλευον αὐτοὺς καὶ πρὸς τὸν δῆμον οὐ προσῆγον», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b><br /><b>1.</b> [[φέρνω]] την [[πλώρη]] του πλοίου [[κοντά]] στην [[ευθεία]] του ανέμου, [[ορτσάρω]]<br /><b>2.</b> (η προστ. του ενεστ.) <i>πρόσαγε!</i><br />(ναυτ. [[κέλευσμα]]) όρτσα (α)λα [[μπάντα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρέχω]]<br /><b>2.</b> [[προσθέτω]]<br /><b>3.</b> [[κινώ]] ή [[φέρνω]] [[κάτι]] [[προς]] [[κάτι]] [[άλλο]] («τὴν ἄνω γνάθον προσάγει τῇ [[κάτω]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> (σχετικά με εδέσματα) [[παραθέτω]]<br /><b>5.</b> [[φέρνω]] [[κοντά]] («μὴ πρόσαγε τὴν χεῑρά μοι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>στρ.</b> [[οδηγώ]] [[στράτευμα]] ή πολεμικά [[μέσα]] [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>7.</b> [[εισάγω]]<br /><b>8.</b> [[οδηγώ]] [[προς]] κάποιον ή [[προς]] ένα [[μέρος]] («[[ἐλπίς]] μ' ἀεὶ προσῆγε», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>9.</b> [[φέρνω]] [[αγγελία]], [[προσαγγέλλω]]<br /><b>10.</b> [[αυξάνω]] [[μίσθωμα]] ή [[τέλος]] («ᾧ [[προσάγω]] [[ὑπὲρ]] ἐπιθέματος ἄλλας δραχμὰς [[ἑξήκοντα]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>11.</b> [[κάνω]] [[ερώτηση]]<br /><b>12.</b> [[προβάλλω]] [[επιχείρημα]]<br /><b>13.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) [[πορεύομαι]] [[εναντίον]] κάποιου<br />β) [[πλησιάζω]] κάποιον, [[προσεγγίζω]]<br />γ) [[συνεχίζω]]<br /><b>14.</b> (μέσ. και παθ.) <i>προσάγομαι</i><br />α) προσκολλώμαι σε [[κάτι]]<br />β) [[φέρνω]] [[προς]] το [[μέρος]] μου, [[προσεταιρίζομαι]] («χρήμασι καὶ δωρεαῑς τὸν δῆμον προσάγεσθαι», <b>Πλάτ.</b>)<br />γ) [[εφιστώ]] την [[προσοχή]] κάποιου, τον [[αναγκάζω]] να προσέξει («ἡ Σφὶγξ τὸ πρὸς ποσὶ σκοπεῑν... ἡμᾱς... προσήγετο», <b>Σοφ.</b>)<br />δ) [[πείθω]] κάποιον εντελώς<br />ε) [[εναγκαλίζομαι]]<br />στ) [[παίρνω]] [[κάτι]] [[μαζί]] μου<br />ζ) [[εισάγω]] από [[ξένη]] [[χώρα]] («προσάγεται τε ὦν δεῑται καὶ ἀποπέμπεται ἃ βούλεται», <b>Ξεν.</b>)<br />η) [[επιβαρύνω]] («συνέβη ναῡλον ἡμῑν προσάγεσθαι τοῡ πλοίου», πάπ.)<br /><b>15.</b> <b>φρ.</b> α) «λόγῳ [[προσάγω]] ὅτι» — [[εισάγω]] τον ισχυρισμό ότι<br />β) «[[προσάγω]] ὅρκον τινί» — [[κάνω]] κάποιον να ορκιστεί, τον [[βάζω]] να πάρει όρκο<br />γ) «[[προσάγω]] τὴν ναῡν» — προσορμίζομαι<br />δ) «πάντων προσάγομαι ὄμματα» — [[προσελκύω]] τα βλέμματα όλων, [[επισύρω]] την [[προσοχή]] όλων.
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[φέρνω]] κάποιον ή [[κάτι]] [[κάπου]], [[προσκομίζω]] («τίς [[δαίμων]] [[τόδε]] [[πῆμα]] προσήγαγε;», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[οδηγώ]] κάποιον ή [[κάτι]] ενώπιον κάποιου και, [[ιδίως]], ενώπιον δικαστηρίου (α. «να προσαχθεί ο [[κατηγορούμενος]]» β. «τῷ Κύρῳ προσάγειν τοὺς αἰχμαλώτους», <b>Ξεν.</b><br />γ. «ἀπιέναι ἐκέλευον αὐτοὺς καὶ πρὸς τὸν δῆμον οὐ προσῆγον», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b><br /><b>1.</b> [[φέρνω]] την [[πλώρη]] του πλοίου [[κοντά]] στην [[ευθεία]] του ανέμου, [[ορτσάρω]]<br /><b>2.</b> (η προστ. του ενεστ.) <i>πρόσαγε!</i><br />(ναυτ. [[κέλευσμα]]) όρτσα (α)λα [[μπάντα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρέχω]]<br /><b>2.</b> [[προσθέτω]]<br /><b>3.</b> [[κινώ]] ή [[φέρνω]] [[κάτι]] [[προς]] [[κάτι]] [[άλλο]] («τὴν ἄνω γνάθον προσάγει τῇ [[κάτω]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> (σχετικά με εδέσματα) [[παραθέτω]]<br /><b>5.</b> [[φέρνω]] [[κοντά]] («μὴ πρόσαγε τὴν χεῑρά μοι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>στρ.</b> [[οδηγώ]] [[στράτευμα]] ή πολεμικά [[μέσα]] [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>7.</b> [[εισάγω]]<br /><b>8.</b> [[οδηγώ]] [[προς]] κάποιον ή [[προς]] ένα [[μέρος]] («[[ἐλπίς]] μ' ἀεὶ προσῆγε», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>9.</b> [[φέρνω]] [[αγγελία]], [[προσαγγέλλω]]<br /><b>10.</b> [[αυξάνω]] [[μίσθωμα]] ή [[τέλος]] («ᾧ [[προσάγω]] [[ὑπὲρ]] ἐπιθέματος ἄλλας δραχμὰς [[ἑξήκοντα]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>11.</b> [[κάνω]] [[ερώτηση]]<br /><b>12.</b> [[προβάλλω]] [[επιχείρημα]]<br /><b>13.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) [[πορεύομαι]] [[εναντίον]] κάποιου<br />β) [[πλησιάζω]] κάποιον, [[προσεγγίζω]]<br />γ) [[συνεχίζω]]<br /><b>14.</b> (μέσ. και παθ.) <i>προσάγομαι</i><br />α) προσκολλώμαι σε [[κάτι]]<br />β) [[φέρνω]] [[προς]] το [[μέρος]] μου, [[προσεταιρίζομαι]] («χρήμασι καὶ δωρεαῑς τὸν δῆμον προσάγεσθαι», <b>Πλάτ.</b>)<br />γ) [[εφιστώ]] την [[προσοχή]] κάποιου, τον [[αναγκάζω]] να προσέξει («ἡ Σφὶγξ τὸ πρὸς ποσὶ σκοπεῑν... ἡμᾱς... προσήγετο», <b>Σοφ.</b>)<br />δ) [[πείθω]] κάποιον εντελώς<br />ε) [[εναγκαλίζομαι]]<br />στ) [[παίρνω]] [[κάτι]] [[μαζί]] μου<br />ζ) [[εισάγω]] από [[ξένη]] [[χώρα]] («προσάγεται τε ὦν δεῑται καὶ ἀποπέμπεται ἃ βούλεται», <b>Ξεν.</b>)<br />η) [[επιβαρύνω]] («συνέβη ναῡλον ἡμῑν προσάγεσθαι τοῡ πλοίου», πάπ.)<br /><b>15.</b> <b>φρ.</b> α) «λόγῳ [[προσάγω]] ὅτι» — [[εισάγω]] τον ισχυρισμό ότι<br />β) «[[προσάγω]] ὅρκον τινί» — [[κάνω]] κάποιον να ορκιστεί, τον [[βάζω]] να πάρει όρκο<br />γ) «[[προσάγω]] τὴν ναῡν» — προσορμίζομαι<br />δ) «πάντων προσάγομαι ὄμματα» — [[προσελκύω]] τα βλέμματα όλων, [[επισύρω]] την [[προσοχή]] όλων.
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσάγω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, αόρ. βʹ <i>προσήγᾰγον</i>, [[σπανίως]] αόρ. αʹ <i>προσῆξα</i>, Μέσ. μέλ. (με Παθ. [[σημασία]]), <i>προσάξομαι</i>·<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> [[φέρνω]] σε ή πάνω σε, τίς [[δαίμων]] [[τόδε]] [[πῆμα]] προσήγαγε, σε Ομήρ. Οδ.· θυσίας [[προσάγω]] τινί, σε Ηρόδ.· [[προσάγω]] πάντα, [[παρέχω]], [[προμηθεύω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[τοποθετώ]] σε, προσθέτω, [[ἅμα]] ἠγόρευε καὶ [[ἔργον]] προσῆγε, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> [[θέτω]] σε, [[φέρνω]] σε, [[κινώ]] προς, [[εφαρμόζω]], όπως το Λατ. applicare, τὴν [[ἄνω]] γνάθον [[προσάγω]] τῇ [[κάτω]], στον ίδ.· ὀφθαλμὸν [[προσάγω]] κεγχρώμασι, [[φέρνω]] κοντά, εφάπτω το [[μάτι]] ακριβώς στις οπές, σε Ευρ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για τροφές, [[θέτω]] ενώπιον, [[παραθέτω]], <i>βρώματά τινι</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">5.</b> μεταφ., [[προσάγω]] ὅρκον τινί, [[θέτω]] όρκο σ' αυτόν, τον [[βάζω]] να ορκιστεί, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">6.</b> με στρατιωτική [[σημασία]], [[οδηγώ]] [[εναντίον]] κάποιου, άγω σε [[επίθεση]], κινούμαι προς, <i>τῇ Ποτειδαίᾳ τὸν στρατόν</i>, σε Θουκ.· στρατιὰν [[προσάγω]] πρὸς πολεμίους, [[προσάγω]] μηχανὰς πόλει, στον ίδ.<br /><b class="num">7.</b> μεταφ., [[τὰς]] ἀνάγκας, στον ίδ.· [[προσάγω]] τόλμαν, επιδίδομαι ή [[καταβάλλω]] [[τόλμη]], σε Ευρ.<br /><b class="num">8.</b> [[προσάγω]] [[φόρον]], [[αποδίδω]] [[φόρο]], σε Θουκ.<br /><b class="num">9.</b> [[οδηγώ]] σε ή ενώπιον, <i>τῷ Κύρῳ τοὺς αἰχμαλώτους</i>, σε Ξεν.· [[εισάγω]], [[παρουσιάζω]], <i>τινὰ πρὸς τὸν δῆμον</i>, <i>πρὸς τὴν βουλήν</i>, σε Θουκ.· [[προσάγω]] τοὺς πρέσβεις, σε Δημ.·<br /><b class="num">10.</b> [[φέρνω]] πλησιέστερα, [[οδηγώ]], [[ἐλπίς]] μ' ἀεὶ προσῆγε, σε Ευρ. — Παθ., <i>οἴκτῳ καὶ ἐπιεικείᾳ προσάγεσθαι</i>, σε Θουκ., Ομήρ. Ιλ. — Παθ., προσκολλώμαι σε [[κάτι]], <i>τινι</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> φαινομενικά μτβ. (ενν. <i>ἑαυτόν</i>, <i>στρατόν</i> κ.λπ.), [[πλησιάζω]], [[προσεγγίζω]], [[ιδίως]] με εχθρική [[σημασία]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> (ενν. <i>ναῦν</i>), [[φέρνω]] σε, [[έρχομαι]] στην [[ξηρά]], σε Πολύβ. <b>Β. I. 1.</b> Μέσ., ελκύω ή [[φέρνω]] προς το [[μέρος]] μου, [[προσεγγίζω]] την [[πλευρά]] κάποιου, Λατ. [[sibi]] conciliare, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· πάντων [[προσάγω]] ὄμματα, [[τραβώ]] όλα τα βλέμματα [[επάνω]] μου, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[έλκω]] προς εμένα, [[εναγκαλίζομαι]], σε Ευρ., Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> με απαρ., [[προσελκύω]] κάποιον να κάνει κάποιο [[πράγμα]], ἡ Σφὶγξ σκοπεῖν [[ἡμᾶς]] προσήγετο, σε Σοφ.· προσάξομαι δάμαρτ' [[ἐᾶν]], θα τὴν προτρέψω να τα υποστεί, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[παίρνω]] [[κάτι]] μαζί μου, [[προμηθεύομαι]], [[ὀστᾶ]], στον ίδ.· τὰ [[ναυάγια]], σε Θουκ.· [[προμηθεύω]], [[εισάγω]], σε Ξεν.· <i>τὰ προσαχθέντα</i>, εισαγωγές, στον ίδ.
}}
}}