Anonymous

πνεύμων: Difference between revisions

From LSJ
6
(33)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-όνος, ο, ΝΜΑ, και πνεύμονας και [[πλεμόνι]] Ν, και [[πλεύμων]] Α<br /><b>στον πληθ.</b> <i>οι πνεύμονες</i><br />(ανατ.-φυσιολ.-ιατρ.) τυπική [[δομή]] τών σπονδυλοζώων, [[ζεύγος]] οργάνων της θωρακικής κοιλότητας στα οποία γίνεται η [[ανταλλαγή]] τών αερίων [[μεταξύ]] του οργανισμού (του αίματος) και του εξωτερικού περιβάλλοντος (του αναπνεόμενου αέρα)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (συγκριτ. ανατ.) [[ονομασία]] ειδικών θυλακοειδών οργάνων ορισμένων ολοθουρίων στα οποία το [[νερό]] εισέρχεται από την [[έδρα]], παραμένει στο [[ορθό]] και [[κατόπιν]] αποβάλλεται εναλλακτικά, [[λειτουργία]] η οποία [[είναι]] αναπνευστική, απεκκριτική και στηρικτική του σώματος<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[πηγή]] ζωής, καθαρού αέρα και [[χώρος]] όπου ο [[άνθρωπος]] μπορεί να έλθει σε [[επαφή]] με τη [[φύση]] («ο [[εθνικός]] [[κήπος]] [[είναι]] [[σχεδόν]] ο [[μοναδικός]] πνεύμονας της Αθήνας»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «πνεύμονας αγρότη»<br /><b>ιατρ.</b> πνευμονική αλλεργιοπάθεια<br /><b>αρχ.</b><br />η [[έδρα]] τών ερωτικών ορμών και επιθυμιών («Διὸς τυραννεῑ πλευμόνων», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ονομασία μέλους του σώματος, η οποία απαντά με ποικίλες μορφές στις διάφορες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες. Ο [[αρχικός]] τ. της λ. στην Ελληνική [[είναι]] ο τ. [[πλεύμων]], ενώ ο τ. [[πνεύμων]], ο [[οποίος]] και επικράτησε, σχηματίστηκε κατ' [[επίδραση]] της λ. [[πνεῦμα]]. Η λ. [[πλεύμων]] (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ τ. <i>pleumon</i>) ανάγεται στη [[ρίζα]] <i>pleu</i>- «[[επιπλέω]], [[κολυμπώ]]» του ρ. [[πλέω]] (με [[επίθημα]] -<i>μων</i>, <b>πρβλ.</b> <i>ελεή</i>-<i>μων</i>), λόγω του ότι οι πνεύμονες επιπλέουν στο [[νερό]]. Από μορφολογική [[άποψη]] πιο [[κοντά]] στον ελλ. τ. [[είναι]] το αρχ. ινδ. <i>kloman</i>- «[[δεξιός]] πνεύμονας» (με ανομοιωτική [[τροπή]] του -<i>ρ</i>- σε -<i>k</i>-) και [[επίσης]] το λατ. <i>pulmo</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>plumo</i>), το οποίο εμφανίζει τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>pleu</i>- (<b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>poumon</i>). Τέλος, στην [[ίδια]] [[ρίζα]] [[αλλά]] με διαφορετικό [[επίθημα]] (IE <i>pleu</i>-<i>tio</i>) ανάγονται τ., όπως τα αρχ. πρωσ. <i>plauti</i>, λιθουαν. <i>pla</i><i>ū</i><i>čiai</i>, αρχ. σλαβ. <i>pljušta</i>. Ο νεοελλ. τ. [[πλεμόνι]] <span style="color: red;"><</span> <i>πνευμόν</i>-<i>ιον</i> (ανομοιωτικά), με [[αποβολή]] της διφθόγγου -<i>ευ</i>- [[πριν]] από -<i>μ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[πλεμάτι]] <span style="color: red;"><</span> <i>πλεγμάτ</i>-<i>ιον</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[πνευμονία]], [[πνευμονικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πλευμονία]], [[πνευμονίας]], [[πνευμόνιον]], [[πνευμονίς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πνευμονίτιδα]]].
|mltxt=-όνος, ο, ΝΜΑ, και πνεύμονας και [[πλεμόνι]] Ν, και [[πλεύμων]] Α<br /><b>στον πληθ.</b> <i>οι πνεύμονες</i><br />(ανατ.-φυσιολ.-ιατρ.) τυπική [[δομή]] τών σπονδυλοζώων, [[ζεύγος]] οργάνων της θωρακικής κοιλότητας στα οποία γίνεται η [[ανταλλαγή]] τών αερίων [[μεταξύ]] του οργανισμού (του αίματος) και του εξωτερικού περιβάλλοντος (του αναπνεόμενου αέρα)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (συγκριτ. ανατ.) [[ονομασία]] ειδικών θυλακοειδών οργάνων ορισμένων ολοθουρίων στα οποία το [[νερό]] εισέρχεται από την [[έδρα]], παραμένει στο [[ορθό]] και [[κατόπιν]] αποβάλλεται εναλλακτικά, [[λειτουργία]] η οποία [[είναι]] αναπνευστική, απεκκριτική και στηρικτική του σώματος<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[πηγή]] ζωής, καθαρού αέρα και [[χώρος]] όπου ο [[άνθρωπος]] μπορεί να έλθει σε [[επαφή]] με τη [[φύση]] («ο [[εθνικός]] [[κήπος]] [[είναι]] [[σχεδόν]] ο [[μοναδικός]] πνεύμονας της Αθήνας»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «πνεύμονας αγρότη»<br /><b>ιατρ.</b> πνευμονική αλλεργιοπάθεια<br /><b>αρχ.</b><br />η [[έδρα]] τών ερωτικών ορμών και επιθυμιών («Διὸς τυραννεῑ πλευμόνων», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ονομασία μέλους του σώματος, η οποία απαντά με ποικίλες μορφές στις διάφορες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες. Ο [[αρχικός]] τ. της λ. στην Ελληνική [[είναι]] ο τ. [[πλεύμων]], ενώ ο τ. [[πνεύμων]], ο [[οποίος]] και επικράτησε, σχηματίστηκε κατ' [[επίδραση]] της λ. [[πνεῦμα]]. Η λ. [[πλεύμων]] (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ τ. <i>pleumon</i>) ανάγεται στη [[ρίζα]] <i>pleu</i>- «[[επιπλέω]], [[κολυμπώ]]» του ρ. [[πλέω]] (με [[επίθημα]] -<i>μων</i>, <b>πρβλ.</b> <i>ελεή</i>-<i>μων</i>), λόγω του ότι οι πνεύμονες επιπλέουν στο [[νερό]]. Από μορφολογική [[άποψη]] πιο [[κοντά]] στον ελλ. τ. [[είναι]] το αρχ. ινδ. <i>kloman</i>- «[[δεξιός]] πνεύμονας» (με ανομοιωτική [[τροπή]] του -<i>ρ</i>- σε -<i>k</i>-) και [[επίσης]] το λατ. <i>pulmo</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>plumo</i>), το οποίο εμφανίζει τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>pleu</i>- (<b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>poumon</i>). Τέλος, στην [[ίδια]] [[ρίζα]] [[αλλά]] με διαφορετικό [[επίθημα]] (IE <i>pleu</i>-<i>tio</i>) ανάγονται τ., όπως τα αρχ. πρωσ. <i>plauti</i>, λιθουαν. <i>pla</i><i>ū</i><i>čiai</i>, αρχ. σλαβ. <i>pljušta</i>. Ο νεοελλ. τ. [[πλεμόνι]] <span style="color: red;"><</span> <i>πνευμόν</i>-<i>ιον</i> (ανομοιωτικά), με [[αποβολή]] της διφθόγγου -<i>ευ</i>- [[πριν]] από -<i>μ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[πλεμάτι]] <span style="color: red;"><</span> <i>πλεγμάτ</i>-<i>ιον</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[πνευμονία]], [[πνευμονικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πλευμονία]], [[πνευμονίας]], [[πνευμόνιον]], [[πνευμονίς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πνευμονίτιδα]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πνεύμων:''' στους μεταγεν. Αττ., [[πλεύμων]], -ονος, ὁ ([[πνέω]]), το όργανο της αναπνοής, οι πνεύμονες, Λατ. [[pulmo]], σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.· [[κυρίως]] στον πληθ., σε Τραγ.· <i>πνεῦμ' ἀνεὶς ἐκ πλευμόνων</i>, σε Ευρ.
}}
}}