3,277,114
edits
(6) |
(3b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πνεύμων:''' στους μεταγεν. Αττ., [[πλεύμων]], -ονος, ὁ ([[πνέω]]), το όργανο της αναπνοής, οι πνεύμονες, Λατ. [[pulmo]], σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.· [[κυρίως]] στον πληθ., σε Τραγ.· <i>πνεῦμ' ἀνεὶς ἐκ πλευμόνων</i>, σε Ευρ. | |lsmtext='''πνεύμων:''' στους μεταγεν. Αττ., [[πλεύμων]], -ονος, ὁ ([[πνέω]]), το όργανο της αναπνοής, οι πνεύμονες, Λατ. [[pulmo]], σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.· [[κυρίως]] στον πληθ., σε Τραγ.· <i>πνεῦμ' ἀνεὶς ἐκ πλευμόνων</i>, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πνεύμων:''' ион.-атт. [[πλεύμων]], ονος ὁ преимущ. pl.<br /><b class="num">1)</b> легкие Hom., Aesch., Arst., Plat.;<br /><b class="num">2)</b> внутренности Soph.;<br /><b class="num">3)</b> «легкое» (род моллюска) Plat., Arst. | |||
}} | }} |