Anonymous

πνεύμων: Difference between revisions

From LSJ
3b
(6)
(3b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πνεύμων:''' στους μεταγεν. Αττ., [[πλεύμων]], -ονος, ὁ ([[πνέω]]), το όργανο της αναπνοής, οι πνεύμονες, Λατ. [[pulmo]], σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.· [[κυρίως]] στον πληθ., σε Τραγ.· <i>πνεῦμ' ἀνεὶς ἐκ πλευμόνων</i>, σε Ευρ.
|lsmtext='''πνεύμων:''' στους μεταγεν. Αττ., [[πλεύμων]], -ονος, ὁ ([[πνέω]]), το όργανο της αναπνοής, οι πνεύμονες, Λατ. [[pulmo]], σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.· [[κυρίως]] στον πληθ., σε Τραγ.· <i>πνεῦμ' ἀνεὶς ἐκ πλευμόνων</i>, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''πνεύμων:''' ион.-атт. [[πλεύμων]], ονος ὁ преимущ. pl.<br /><b class="num">1)</b> легкие Hom., Aesch., Arst., Plat.;<br /><b class="num">2)</b> внутренности Soph.;<br /><b class="num">3)</b> «легкое» (род моллюска) Plat., Arst.
}}
}}