Anonymous

προθέω: Difference between revisions

From LSJ
6
(34)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />Α<br /><b>1.</b> [[προηγούμαι]] στον δρόμο, [[τρέχω]] [[μπροστά]] («πολὺ προθέεσκεν ἑὸν [[μένος]] οὐδενὶ εἴκων», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τρέχω]] [[προς]] τα [[εμπρός]]<br /><b>3.</b> [[ξεπερνώ]] κάποιον στον δρόμο («βέλη δὲ πτηνὰ προθέοντα τῆς ὄψεως», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>θέω</i> «[[τρέχω]], [[προχωρώ]] [[γρήγορα]]»].———————— <b>(II)</b><br />Α<br />([[αρχικός]] [[ριζικός]] [[τύπος]] του [[προτίθημι]]) [[παρορμώ]] κάποιον.
|mltxt=<b>(I)</b><br />Α<br /><b>1.</b> [[προηγούμαι]] στον δρόμο, [[τρέχω]] [[μπροστά]] («πολὺ προθέεσκεν ἑὸν [[μένος]] οὐδενὶ εἴκων», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τρέχω]] [[προς]] τα [[εμπρός]]<br /><b>3.</b> [[ξεπερνώ]] κάποιον στον δρόμο («βέλη δὲ πτηνὰ προθέοντα τῆς ὄψεως», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>θέω</i> «[[τρέχω]], [[προχωρώ]] [[γρήγορα]]»].———————— <b>(II)</b><br />Α<br />([[αρχικός]] [[ριζικός]] [[τύπος]] του [[προτίθημι]]) [[παρορμώ]] κάποιον.
}}
{{lsm
|lsmtext='''προθέω:''' μέλ. -[[θεύσομαι]],<br /><b class="num">I. 1.</b> [[προτρέχω]], [[τρέχω]] [[εμπρός]], σε Ομήρ. Ιλ.· πολὺ [[προθέεσκε]] (Ιων. παρατ.), κατά [[πολύ]] προηγείτο στο δρόμο, σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> [[τρέχω]] προς τα [[εμπρός]] ή [[μπροστά]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ., [[υπερβαίνω]], [[υπερτερώ]], στον ίδ.· με γεν., σε Πλούτ.<br /><b class="num">• [[προθέω]]:</b> [[παλιός]] [[τύπος]] του προ-[[τίθημι]], <i>τοὕνεκά οἱ προθέουσιν ὀνείδεα μυθήσασθαι</i>, γι' αυτό του επιτρέπουν να μιλά με υβριστικές λέξεις, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}