Anonymous

προθέω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προθέω:''' μέλ. -[[θεύσομαι]],<br /><b class="num">I. 1.</b> [[προτρέχω]], [[τρέχω]] [[εμπρός]], σε Ομήρ. Ιλ.· πολὺ [[προθέεσκε]] (Ιων. παρατ.), κατά [[πολύ]] προηγείτο στο δρόμο, σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> [[τρέχω]] προς τα [[εμπρός]] ή [[μπροστά]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ., [[υπερβαίνω]], [[υπερτερώ]], στον ίδ.· με γεν., σε Πλούτ.<br /><b class="num">• [[προθέω]]:</b> [[παλιός]] [[τύπος]] του προ-[[τίθημι]], <i>τοὕνεκά οἱ προθέουσιν ὀνείδεα μυθήσασθαι</i>, γι' αυτό του επιτρέπουν να μιλά με υβριστικές λέξεις, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''προθέω:''' μέλ. -[[θεύσομαι]],<br /><b class="num">I. 1.</b> [[προτρέχω]], [[τρέχω]] [[εμπρός]], σε Ομήρ. Ιλ.· πολὺ [[προθέεσκε]] (Ιων. παρατ.), κατά [[πολύ]] προηγείτο στο δρόμο, σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> [[τρέχω]] προς τα [[εμπρός]] ή [[μπροστά]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ., [[υπερβαίνω]], [[υπερτερώ]], στον ίδ.· με γεν., σε Πλούτ.<br /><b class="num">• [[προθέω]]:</b> [[παλιός]] [[τύπος]] του προ-[[τίθημι]], <i>τοὕνεκά οἱ προθέουσιν ὀνείδεα μυθήσασθαι</i>, γι' αυτό του επιτρέπουν να μιλά με υβριστικές λέξεις, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''προθέω:''' (= [[προτίθημι]]) позволять: οἱ προθέουσιν ὀνείδεα μυθήσασθαι; Hom. (неужели боги) разрешают ему (т. е. Ахиллу) говорить оскорбительные речи?<br /><b class="num">I</b><br /><b class="num">1)</b> бежать вперед или впереди Xen.: πολὺ [[προθέεσκε]] Hom. (на состязаниях Неоптолем) бежал далеко впереди (всех);<br /><b class="num">2)</b> опережать ([[οὔτε]] ἀπολείπεσθαι, [[οὔτε]] π. Plat.): βέλη προθέοντα τῆς ὄψεως Plut. копья, поражавшие раньше, чем их можно было увидеть.
}}
}}