Anonymous

προπάσχω: Difference between revisions

From LSJ
6
(34)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[υφίσταμαι]] [[κάτι]] [[πρώτος]], [[πριν]] από κάποιον [[άλλο]] ή [[προηγουμένως]] (α. «οὐδὲν δὲ κακὸν προπεπονθώς», <b>Πλάτ.</b><br />β. «παρενόμησάν τε οὐ προπεπονθότες ὑφ' ἡμῶν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> ταλαιπωρούμαι, [[δεινοπαθώ]] [[προηγουμένως]], («προπαθόντες καὶ ὑβρισθέντες... ἐν Φιλίπποις», ΚΔ)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] από πρὶν φτειαγμένος...
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[υφίσταμαι]] [[κάτι]] [[πρώτος]], [[πριν]] από κάποιον [[άλλο]] ή [[προηγουμένως]] (α. «οὐδὲν δὲ κακὸν προπεπονθώς», <b>Πλάτ.</b><br />β. «παρενόμησάν τε οὐ προπεπονθότες ὑφ' ἡμῶν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> ταλαιπωρούμαι, [[δεινοπαθώ]] [[προηγουμένως]], («προπαθόντες καὶ ὑβρισθέντες... ἐν Φιλίπποις», ΚΔ)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] από πρὶν φτειαγμένος...
}}
{{lsm
|lsmtext='''προπάσχω:''' [[υποφέρω]] [[πρώτος]] ή από [[πριν]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· [[υφίσταμαι]] άσχημη [[μεταχείριση]] από [[πριν]], [[ὑπό]] τινος, σε Θουκ.· επίσης, ἀγαθὸν [[προπάσχω]], σε Ξεν.
}}
}}