Anonymous

προπάσχω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προπάσχω:''' [[υποφέρω]] [[πρώτος]] ή από [[πριν]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· [[υφίσταμαι]] άσχημη [[μεταχείριση]] από [[πριν]], [[ὑπό]] τινος, σε Θουκ.· επίσης, ἀγαθὸν [[προπάσχω]], σε Ξεν.
|lsmtext='''προπάσχω:''' [[υποφέρω]] [[πρώτος]] ή από [[πριν]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· [[υφίσταμαι]] άσχημη [[μεταχείριση]] από [[πριν]], [[ὑπό]] τινος, σε Θουκ.· επίσης, ἀγαθὸν [[προπάσχω]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''προπάσχω:''' (aor. 2 προέπαθον, pf. προπέπονθα)<br /><b class="num">1)</b> раньше терпеть Soph., Plat.: καλὸν ὦν προπεπονθότας [[ἡμέας]] τιμωρέειν [[ἤδη]] γίνεται Her. справедливо, чтобы мы уже отплатили за те обиды, которые мы ранее претерпели (от эллинов);<br /><b class="num">2)</b> ранее испытывать (ἀγαθόν Xen.).
}}
}}