Anonymous

πρόειμι: Difference between revisions

From LSJ
6
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />Α [[εἶμι]]<br /><b>1.</b> [[προχωρώ]], [[πορεύομαι]] [[προς]] τα [[εμπρός]] («κατὰ βραχὺ προϊὼν καὶ κείρων ἅμα τὴν γῆν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> (για χρόνο) [[παρέρχομαι]], [[περνώ]] («προϊόντος... τοῡ χρόνου», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (για αναγνώστη ή ομιλητή) [[εξακολουθώ]], [[συνεχίζω]] («προϊὼν καὶ ἀναγιγνώσκων» — συνεχίζοντας την [[ανάγνωση]], <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[πηγαίνω]] [[πρώτος]] («ἐγὼ οὐ σὲ μόνον ἐκέλευον ἀλλὰ πάντας προϊέναι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> (με γεν.) [[βαδίζω]] επικεφαλής, [[προπορεύομαι]], [[προηγούμαι]] («προσέταξε τῆς ἄλλης στρατιῆς προϊέναι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> [[εξέρχομαι]], [[βγαίνω]] («προϊέναι ἔξω τῆς [[φάλαγγος]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>7.</b> εμφανίζομαι [[δημόσια]] («ἐν ἐρεᾷ ἐσθῆτι προϊέναι», πάπ.)<br /><b>8.</b> εκπηγαζω, [[αναβλύζω]] από [[κάπου]]<br /><b>9.</b> [[μεταβαίνω]] σε [[κάτι]], [[αρχίζω]] [[κάτι]] [[άλλο]] («καὶ τοῡτο εἰς ἄπειρον πρόεσιν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>10.</b> [[γίνομαι]] («τὸν μὲν ἐξ οἰκέτου δεσπότην προϊόντα», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>11.</b> (για [[ενέργεια]]) [[προοδεύω]], [[επιτυγχάνω]]<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> α) «τοῡ προϊόντος ἔτους» — του τρέχοντος έτους<br />β) «προϊούσης δὲ της χώρης»<br />(για το Δέλτα του Νείλου) [[καθώς]] προχωρούσε, αυξανόταν η [[στεριά]] από τα ιζήματα, τις εναποθέσεις του ποταμού.———————— <b>(II)</b><br />ΜΑ [[εἰμί]]<br /><b>1.</b> [[προϋπάρχω]] («ἀνῳκοδόμησα ἐπὶ προοῡσι θεμελίοις ἀρχαίοις», πάπ.)<br /><b>2.</b> (η μτχ. αρσ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>οἱ προόντες</i><br />α) αυτοί που υπήρχαν στο [[παρελθόν]] και υπάρχουν [[ακόμη]] και [[τώρα]] («τῶν ἀνατιθεμένων ἐν τοῑς ἱεροῑς ἀλεκτρυόνων τὸν ἀνατεθέντα οἱ προόντες ὀχεύουσι [[μέχρι]] ἂν [[ἄλλος]] ἀνατεθῇ», <b>Αθήν.</b>)<br />β) αυτοί που μίλησαν [[προηγουμένως]], οι προλαλήσαντες («τοῑς προοῡσι [[δίδωμι]]», πάπ.)<br /><b>3.</b> (η μτχ. ουδ. μέλλ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>τὰ προεσόμενα</i><br />αυτά που πρόκειται να ωφελήσουν<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «αἱ προοῡσαι τάξεις» — οι προηγούμενες τοποθεσίες<br />β) «oἱ προόντες γεωργοί» — οι προηγούμενοι, οι παλαιότεροι γεωργοί.
|mltxt=<b>(I)</b><br />Α [[εἶμι]]<br /><b>1.</b> [[προχωρώ]], [[πορεύομαι]] [[προς]] τα [[εμπρός]] («κατὰ βραχὺ προϊὼν καὶ κείρων ἅμα τὴν γῆν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> (για χρόνο) [[παρέρχομαι]], [[περνώ]] («προϊόντος... τοῡ χρόνου», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (για αναγνώστη ή ομιλητή) [[εξακολουθώ]], [[συνεχίζω]] («προϊὼν καὶ ἀναγιγνώσκων» — συνεχίζοντας την [[ανάγνωση]], <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[πηγαίνω]] [[πρώτος]] («ἐγὼ οὐ σὲ μόνον ἐκέλευον ἀλλὰ πάντας προϊέναι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> (με γεν.) [[βαδίζω]] επικεφαλής, [[προπορεύομαι]], [[προηγούμαι]] («προσέταξε τῆς ἄλλης στρατιῆς προϊέναι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> [[εξέρχομαι]], [[βγαίνω]] («προϊέναι ἔξω τῆς [[φάλαγγος]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>7.</b> εμφανίζομαι [[δημόσια]] («ἐν ἐρεᾷ ἐσθῆτι προϊέναι», πάπ.)<br /><b>8.</b> εκπηγαζω, [[αναβλύζω]] από [[κάπου]]<br /><b>9.</b> [[μεταβαίνω]] σε [[κάτι]], [[αρχίζω]] [[κάτι]] [[άλλο]] («καὶ τοῡτο εἰς ἄπειρον πρόεσιν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>10.</b> [[γίνομαι]] («τὸν μὲν ἐξ οἰκέτου δεσπότην προϊόντα», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>11.</b> (για [[ενέργεια]]) [[προοδεύω]], [[επιτυγχάνω]]<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> α) «τοῡ προϊόντος ἔτους» — του τρέχοντος έτους<br />β) «προϊούσης δὲ της χώρης»<br />(για το Δέλτα του Νείλου) [[καθώς]] προχωρούσε, αυξανόταν η [[στεριά]] από τα ιζήματα, τις εναποθέσεις του ποταμού.———————— <b>(II)</b><br />ΜΑ [[εἰμί]]<br /><b>1.</b> [[προϋπάρχω]] («ἀνῳκοδόμησα ἐπὶ προοῡσι θεμελίοις ἀρχαίοις», πάπ.)<br /><b>2.</b> (η μτχ. αρσ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>οἱ προόντες</i><br />α) αυτοί που υπήρχαν στο [[παρελθόν]] και υπάρχουν [[ακόμη]] και [[τώρα]] («τῶν ἀνατιθεμένων ἐν τοῑς ἱεροῑς ἀλεκτρυόνων τὸν ἀνατεθέντα οἱ προόντες ὀχεύουσι [[μέχρι]] ἂν [[ἄλλος]] ἀνατεθῇ», <b>Αθήν.</b>)<br />β) αυτοί που μίλησαν [[προηγουμένως]], οι προλαλήσαντες («τοῑς προοῡσι [[δίδωμι]]», πάπ.)<br /><b>3.</b> (η μτχ. ουδ. μέλλ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>τὰ προεσόμενα</i><br />αυτά που πρόκειται να ωφελήσουν<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «αἱ προοῡσαι τάξεις» — οι προηγούμενες τοποθεσίες<br />β) «oἱ προόντες γεωργοί» — οι προηγούμενοι, οι παλαιότεροι γεωργοί.
}}
{{lsm
|lsmtext='''πρόειμι:''' ([[εἰμί]], Λατ. [[sum]]), βρίσκομαι [[μπροστά]] από κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">• [[πρόειμι]]:</b> ([[εἶμι]], Λατ. [[ibo]]),<br /><b class="num">1.</b> [[βαδίζω]] [[μπροστά]], [[προχωρώ]], [[προωθώ]], σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για χρόνο, <i>προϊόντος τοῦ χρόνου</i>, [[καθώς]] ο [[χρόνος]] περνούσε, σε Ηρόδ.· ομοίως, <i>προϊόντος</i>, σε Ξεν.· <i>προϊούσης τῆς νυκτός</i>, στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για πρόσωπα που διαβάζουν, <i>προϊὼν καὶ ἀναγιγνώσκων</i>, [[προχωρώ]] στην [[ανάγνωση]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">4.</b> [[πηγαίνω]] [[πρώτος]], [[προχωρώ]] [[μπροστά]], σε Ξεν.· με γεν., [[προχωρώ]] ή [[προπορεύομαι]], <i>τῆς στρατιῆς</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">5.</b> [[εξέρχομαι]], σε Ξεν.<br /><b class="num">6.</b> [[πρόειμι]] εἴς τι, [[μεταβαίνω]] σε [[κάτι]], [[αρχίζω]] [[κάτι]] [[άλλο]], στον ίδ., Αριστ.<br /><b class="num">7.</b> λέγεται για [[πράξη]], [[προχωρώ]] [[καλά]], [[επιτυγχάνω]], σε Ξεν.
}}
}}