3,273,773
edits
(6) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πρόειμι:''' ([[εἰμί]], Λατ. [[sum]]), βρίσκομαι [[μπροστά]] από κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">• [[πρόειμι]]:</b> ([[εἶμι]], Λατ. [[ibo]]),<br /><b class="num">1.</b> [[βαδίζω]] [[μπροστά]], [[προχωρώ]], [[προωθώ]], σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για χρόνο, <i>προϊόντος τοῦ χρόνου</i>, [[καθώς]] ο [[χρόνος]] περνούσε, σε Ηρόδ.· ομοίως, <i>προϊόντος</i>, σε Ξεν.· <i>προϊούσης τῆς νυκτός</i>, στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για πρόσωπα που διαβάζουν, <i>προϊὼν καὶ ἀναγιγνώσκων</i>, [[προχωρώ]] στην [[ανάγνωση]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">4.</b> [[πηγαίνω]] [[πρώτος]], [[προχωρώ]] [[μπροστά]], σε Ξεν.· με γεν., [[προχωρώ]] ή [[προπορεύομαι]], <i>τῆς στρατιῆς</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">5.</b> [[εξέρχομαι]], σε Ξεν.<br /><b class="num">6.</b> [[πρόειμι]] εἴς τι, [[μεταβαίνω]] σε [[κάτι]], [[αρχίζω]] [[κάτι]] [[άλλο]], στον ίδ., Αριστ.<br /><b class="num">7.</b> λέγεται για [[πράξη]], [[προχωρώ]] [[καλά]], [[επιτυγχάνω]], σε Ξεν. | |lsmtext='''πρόειμι:''' ([[εἰμί]], Λατ. [[sum]]), βρίσκομαι [[μπροστά]] από κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">• [[πρόειμι]]:</b> ([[εἶμι]], Λατ. [[ibo]]),<br /><b class="num">1.</b> [[βαδίζω]] [[μπροστά]], [[προχωρώ]], [[προωθώ]], σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για χρόνο, <i>προϊόντος τοῦ χρόνου</i>, [[καθώς]] ο [[χρόνος]] περνούσε, σε Ηρόδ.· ομοίως, <i>προϊόντος</i>, σε Ξεν.· <i>προϊούσης τῆς νυκτός</i>, στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για πρόσωπα που διαβάζουν, <i>προϊὼν καὶ ἀναγιγνώσκων</i>, [[προχωρώ]] στην [[ανάγνωση]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">4.</b> [[πηγαίνω]] [[πρώτος]], [[προχωρώ]] [[μπροστά]], σε Ξεν.· με γεν., [[προχωρώ]] ή [[προπορεύομαι]], <i>τῆς στρατιῆς</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">5.</b> [[εξέρχομαι]], σε Ξεν.<br /><b class="num">6.</b> [[πρόειμι]] εἴς τι, [[μεταβαίνω]] σε [[κάτι]], [[αρχίζω]] [[κάτι]] [[άλλο]], στον ίδ., Αριστ.<br /><b class="num">7.</b> λέγεται για [[πράξη]], [[προχωρώ]] [[καλά]], [[επιτυγχάνω]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πρό-ειμι [πρό, εἰμί] eerder zijn:. τά τ ’ ἐσσόμενα πρό τ ’ ἐόντα wat zal zijn en wat vroeger was (toekomst en verleden) Il. 1.70 (in tmesis).<br />πρό-ειμι [πρό, εἶμι] voor aor. en perf. zie προέρχομαι naar voren komen, vooruit gaan:; προϊούσης δὲ τῆς χώρης terwijl het land aangroeide Hdt. 2.15.3; ὀλίγα βήματα προιόντες een paar passen vooruitgaand Xen. Cyr. 7.5.6; tevoorschijn komen:. ἢν μὴ προΐῃ θύρασι als hij niet voor de deur verschijnt Aristoph. Th. 69. verdergaan:; προϊόντος... τοῦ χρόνου in de loop van de tijd Hdt. 3.96.1; προϊόντος τοῦ ᾄσματος als het lied verdergaat Plat. Prot. 339c; vervolgen:. προϊὼν καὶ ἀναγιγνώσκων terwijl ik verder lees Plat. Phaed. 98b; πρόιθί γε ἔτι ga nog wat door Plat. Grg. 497a; τὸν μὲν ἐξ οἰκέτου δεσπότην προϊόντα dat de één van slaaf tot meester opklimt Luc. 8.20. voorgaan, voor... uitgaan: met gen..; τῆς ἄλλης στρατιῆς προϊέναι de rest van het leger voorgaan Hdt. 1.80.2; overdr.. κολαζόντων τοὺς προϊόντας τοῦ καιροῦ zij moeten degenen straffen die buiten de perken gaan Xen. Cyr. 6.3.29. | |||
}} | }} |