Anonymous

πρόσκοπος: Difference between revisions

From LSJ
6
(35)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον / [[πρόσκοπος]], -ον, ΝΑ, θηλ. και -ίνα Ν<br /><b>1.</b> αυτός που προπορεύεται και παρατηρεί, ο προπορευόμενος για [[κατόπτευση]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[πρόσκοπος]]<br />ο [[ανιχνευτής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> <i>ο [[πρόσκοπος]] και <i>η προσκοπίνα</i><br />[[κάθε]] [[νεός]] ή νέα που ανήκει στην [[οργάνωση]] του προσκοπισμού<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πρόσκοπο [[πλοίο]]» ή [[απλώς]] «[[πρόσκοπος]]»<br /><b>ναυτ.</b> ελαφρό πολεμικό [[πλοίο]] το οποίο εκτελεί [[αποστολή]] ανίχνευσης, περιπολίας ή μεταφοράς μηνυμάτων<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που προβλέπει, [[προνοητικός]] («[[πρόσκοπος]] [[σύνεσις]]», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σκοπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκοπός]] <span style="color: red;"><</span> [[σκέπτομαι]]), <b>πρβλ.</b> [[κατά]]-<i>σκοπος</i>].
|mltxt=-ον / [[πρόσκοπος]], -ον, ΝΑ, θηλ. και -ίνα Ν<br /><b>1.</b> αυτός που προπορεύεται και παρατηρεί, ο προπορευόμενος για [[κατόπτευση]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[πρόσκοπος]]<br />ο [[ανιχνευτής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> <i>ο [[πρόσκοπος]] και <i>η προσκοπίνα</i><br />[[κάθε]] [[νεός]] ή νέα που ανήκει στην [[οργάνωση]] του προσκοπισμού<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πρόσκοπο [[πλοίο]]» ή [[απλώς]] «[[πρόσκοπος]]»<br /><b>ναυτ.</b> ελαφρό πολεμικό [[πλοίο]] το οποίο εκτελεί [[αποστολή]] ανίχνευσης, περιπολίας ή μεταφοράς μηνυμάτων<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που προβλέπει, [[προνοητικός]] («[[πρόσκοπος]] [[σύνεσις]]», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σκοπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκοπός]] <span style="color: red;"><</span> [[σκέπτομαι]]), <b>πρβλ.</b> [[κατά]]-<i>σκοπος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πρόσκοπος:''' -ον, αυτός που εξετάζει εκ των προτέρων· ως ουσ., προπορευόμενος, [[κατάσκοπος]], [[ανιχνευτής]], σε Ξεν.· στον πληθ., αναγνωριστικό [[σώμα]] στρατού, στον ίδ.
}}
}}