Anonymous

πρόσκοπος: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πρόσκοπος:''' -ον, αυτός που εξετάζει εκ των προτέρων· ως ουσ., προπορευόμενος, [[κατάσκοπος]], [[ανιχνευτής]], σε Ξεν.· στον πληθ., αναγνωριστικό [[σώμα]] στρατού, στον ίδ.
|lsmtext='''πρόσκοπος:''' -ον, αυτός που εξετάζει εκ των προτέρων· ως ουσ., προπορευόμενος, [[κατάσκοπος]], [[ανιχνευτής]], σε Ξεν.· στον πληθ., αναγνωριστικό [[σώμα]] στρατού, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''πρόσκοπος:''' <b class="num">II</b> ὁ<br /><b class="num">1)</b> дозорный, часовой на боевом посту Xen.;<br /><b class="num">2)</b> разведчик Xen.<br />предусмотрительный, осмотрительный, осторожный Pind.
}}
}}