Anonymous

πρόβλητος: Difference between revisions

From LSJ
6
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α [[προβάλλω]]<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ριχθεί έξω («μὴ ριφθῶ κυσὶν [[πρόβλητος]] οἰκνοῑς θ' [[ἕλωρ]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[μέταλλο]]) σφυρηλατημένος, πεπλατυσμένος σε ελάσματα.
|mltxt=-ον, Α [[προβάλλω]]<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ριχθεί έξω («μὴ ριφθῶ κυσὶν [[πρόβλητος]] οἰκνοῑς θ' [[ἕλωρ]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[μέταλλο]]) σφυρηλατημένος, πεπλατυσμένος σε ελάσματα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''πρόβλητος:''' -ον ([[προβάλλω]]), ριγμένος έξω, πεταμένος [[μακριά]], Λατ. [[projectus]], σε Σοφ.
}}
}}