Anonymous

πρόβλητος: Difference between revisions

From LSJ
34
(Bailly1_4)
(34)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />jeté au-devant de, livré à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[προβάλλω]].
|btext=ος, ον :<br />jeté au-devant de, livré à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[προβάλλω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α [[προβάλλω]]<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ριχθεί έξω («μὴ ριφθῶ κυσὶν [[πρόβλητος]] οἰκνοῑς θ' [[ἕλωρ]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[μέταλλο]]) σφυρηλατημένος, πεπλατυσμένος σε ελάσματα.
}}
}}