Anonymous

προσπίπτω: Difference between revisions

From LSJ
6
(35)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[πέφτω]] [[πάνω]] σε κάποιον ή [[κάτι]], [[προσκρούω]]<br /><b>2.</b> [[υποπίπτω]] στην [[αντίληψη]] κάποιου<br /><b>3.</b> [[προσπέφτω]] («προσπεσὼν δ' αὐτῷ... ἱκέτευε», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πέφτω]] στην [[αγκαλιά]] κάποιου, τον [[αγκαλιάζω]]<br /><b>2.</b> [[ασχολούμαι]] με [[κάτι]] με [[προσοχή]] και [[αφοσίωση]]<br /><b>3.</b> [[συναντώ]] κάποιον τυχαία<br /><b>4.</b> (συν. σχετικά με [[δυστυχία]], [[συμφορά]] <b>κ.λπ.</b>) [[περιπίπτω]] («ἁ [[τάλαινα]], δυστυχεστάτῳ προσέπεσον κλήρῳ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> [[τρέχω]] [[προς]] κάποιον<br /><b>6.</b> [[πέφτω]] με [[ορμή]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] («[[ἦλθον]] οἱ ποταμοὶ καὶ ἔπνευσαν οἱ ἄνεμοι καὶ προσέπεσον τῇ οἰκίᾳ [[ἐκείνῃ]]», ΚΔ)<br /><b>7.</b> (με εχθρική σημ.) επιτίθεμαι [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>8.</b> (για γεγονότα, συμβάντα) [[επέρχομαι]] αιφνιδίως, [[ξαφνικά]] («τὰ προσπεσόντα δ' [[ὅστις]] εὖ φέρει βροτῶν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>9.</b> [[πέφτω]] στα χέρια κάποιου («προσπεσούσης μοι τῆς... ἐπιστολής», πάπ.)<br /><b>10.</b> (για [[δαπάνη]]) [[γίνομαι]], [[πέφτω]], [[επιβαρύνω]] («καὶ τῶν ἄλλων ἀναλωμάτων μεγάλων προσπιπτόντων», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>11.</b> (για χρήματα) καταβάλλομαι, πληρώνομαι για λογαριασμό κάποιου<br /><b>12.</b> (για δικαιώματα, καθήκοντα) [[περιέρχομαι]] με κλήρο («[[ὅταν]] [[λειτουργία]] προσπέσῃ ἀπολύειν αὐτούς», πάπ.)<br /><b>13.</b> (για [[λόγια]] ή φήμες) [[φτάνω]] στα αφτιά κάποιου, λέγομαι ως [[είδηση]]<br /><b>14.</b> (για επίδεσμο) εφαρμόζομαι καλά<br /><b>15.</b> συναντώμαι<br /><b>16.</b> (για [[γραμμή]]) σύρομαι [[μέχρι]] να συναντηθώ με [[άλλη]]<br /><b>17.</b> (για σφυγμό) [[υφίσταμαι]] [[μείωση]] του ρυθμού μου, [[πέφτω]]<br /><b>18.</b> (για τη [[μήτρα]]) [[υφίσταμαι]] [[πρόπτωση]] («[[ἔνθα]] καὶ [[ἔνθα]] προσπίπτειν», Ιπποκρ.)<br /><b>19.</b> (ως τρίτο πρόσ.) <i>προσέπεσε</i><br />αναγγέλθηκε ότι..<br /><b>20.</b> <b>φρ.</b> α) «προσπίπτειν τινί» — το να προσχωρεί [[κανείς]] σε μια [[μερίδα]], το να συντάσσεται με κάποιον («προσπεσὼν γάρ, [[οἶμαι]],... τοιούτῳ ὄντι Ἀναξαγόρα», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) «προσπίπτει δι' ἑαυτοῡ [ή [[αὐτόθεν]]]» — [[είναι]] αυταπόδεικτο, προφανές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πίπτω]] «[[πέφτω]]»].
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[πέφτω]] [[πάνω]] σε κάποιον ή [[κάτι]], [[προσκρούω]]<br /><b>2.</b> [[υποπίπτω]] στην [[αντίληψη]] κάποιου<br /><b>3.</b> [[προσπέφτω]] («προσπεσὼν δ' αὐτῷ... ἱκέτευε», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πέφτω]] στην [[αγκαλιά]] κάποιου, τον [[αγκαλιάζω]]<br /><b>2.</b> [[ασχολούμαι]] με [[κάτι]] με [[προσοχή]] και [[αφοσίωση]]<br /><b>3.</b> [[συναντώ]] κάποιον τυχαία<br /><b>4.</b> (συν. σχετικά με [[δυστυχία]], [[συμφορά]] <b>κ.λπ.</b>) [[περιπίπτω]] («ἁ [[τάλαινα]], δυστυχεστάτῳ προσέπεσον κλήρῳ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> [[τρέχω]] [[προς]] κάποιον<br /><b>6.</b> [[πέφτω]] με [[ορμή]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] («[[ἦλθον]] οἱ ποταμοὶ καὶ ἔπνευσαν οἱ ἄνεμοι καὶ προσέπεσον τῇ οἰκίᾳ [[ἐκείνῃ]]», ΚΔ)<br /><b>7.</b> (με εχθρική σημ.) επιτίθεμαι [[εναντίον]] κάποιου<br /><b>8.</b> (για γεγονότα, συμβάντα) [[επέρχομαι]] αιφνιδίως, [[ξαφνικά]] («τὰ προσπεσόντα δ' [[ὅστις]] εὖ φέρει βροτῶν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>9.</b> [[πέφτω]] στα χέρια κάποιου («προσπεσούσης μοι τῆς... ἐπιστολής», πάπ.)<br /><b>10.</b> (για [[δαπάνη]]) [[γίνομαι]], [[πέφτω]], [[επιβαρύνω]] («καὶ τῶν ἄλλων ἀναλωμάτων μεγάλων προσπιπτόντων», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>11.</b> (για χρήματα) καταβάλλομαι, πληρώνομαι για λογαριασμό κάποιου<br /><b>12.</b> (για δικαιώματα, καθήκοντα) [[περιέρχομαι]] με κλήρο («[[ὅταν]] [[λειτουργία]] προσπέσῃ ἀπολύειν αὐτούς», πάπ.)<br /><b>13.</b> (για [[λόγια]] ή φήμες) [[φτάνω]] στα αφτιά κάποιου, λέγομαι ως [[είδηση]]<br /><b>14.</b> (για επίδεσμο) εφαρμόζομαι καλά<br /><b>15.</b> συναντώμαι<br /><b>16.</b> (για [[γραμμή]]) σύρομαι [[μέχρι]] να συναντηθώ με [[άλλη]]<br /><b>17.</b> (για σφυγμό) [[υφίσταμαι]] [[μείωση]] του ρυθμού μου, [[πέφτω]]<br /><b>18.</b> (για τη [[μήτρα]]) [[υφίσταμαι]] [[πρόπτωση]] («[[ἔνθα]] καὶ [[ἔνθα]] προσπίπτειν», Ιπποκρ.)<br /><b>19.</b> (ως τρίτο πρόσ.) <i>προσέπεσε</i><br />αναγγέλθηκε ότι..<br /><b>20.</b> <b>φρ.</b> α) «προσπίπτειν τινί» — το να προσχωρεί [[κανείς]] σε μια [[μερίδα]], το να συντάσσεται με κάποιον («προσπεσὼν γάρ, [[οἶμαι]],... τοιούτῳ ὄντι Ἀναξαγόρα», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) «προσπίπτει δι' ἑαυτοῡ [ή [[αὐτόθεν]]]» — [[είναι]] αυταπόδεικτο, προφανές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πίπτω]] «[[πέφτω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσπίπτω:''' μέλ. -[[πεσοῦμαι]] (για το <i>ποτιπεπτηυῖαι</i>, βλ. [[προσπτήσσω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[πέφτω]] πάνω, [[προσκρούω]], <i>ἔςτι</i>, σε Σοφ.· <i>τινί</i>, σε Ξεν.· [[πέφτω]] κατά πάνω, σωριάζομαι, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[πέφτω]] πάνω, επιτίθεμαι, [[ορμώ]], <i>τινί</i>, στον ίδ., Ξεν. κ.λπ.· απόλ., σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[απλώς]], [[τρέχω]] προς, σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> [[πέφτω]] πάνω σε, [[εναγκαλίζομαι]], <i>τινί</i>, σε Ευρ.· απ' όπου, [[προσπίπτω]] τινί, [[προσχωρώ]] στην [[παράταξη]] κάποιου, σε Ξεν.<br /><b class="num">5.</b> [[συναντώ]] τυχαία κάποιον, [[βρίσκω]] τυχαία, συναντιέμαι με, [[ανταμώνω]], <i>μὴ λάθῃ με προσπεσών</i>, σε Σοφ.· με δοτ. πράγμ., [[συναντώ]] τυχαία κάποιον, [[εμπίπτω]], σε Ευρ., Ξεν.· με αιτ., μείζω βροτείας [[προσπίπτω]] ὁμιλίας, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα:<br /><b class="num">1.</b> για συμβάντα, [[επέρχομαι]] [[ξαφνικά]], [[συμβαίνω]] σε κάποιον, <i>τινί</i>, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· απόλ., [[συμβαίνω]], σε Ηρόδ., Θουκ.· <i>πρὸς τὰ προσπίπτοντα</i>, σύμφωνα με τις περιστάσεις, σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για δαπάνες, [[πέφτω]] πάνω, [[επιβαρύνω]], σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[φτάνω]] στα αυτιά κάποιου, λέγομαι ως νέο, σε Αισχίν.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[πέφτω]] στα πόδια κάποιου, [[προσπέφτω]] σε κάποιον, [[ικετεύω]], [[εκλιπαρώ]], σε Ηρόδ., Σοφ.· με δοτ., [[προσπίπτω]] βωμοῖσι, σε Σοφ.· <i>γόνασί τινος</i>, σε Ευρ.· [[θεῶν]] πρὸς [[βρέτας]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[πέφτω]] [[κάτω]] [[μπροστά]] σε κάποιον, [[ικετεύω]], σε Ευρ.
}}
}}