Anonymous

προσπίπτω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσπίπτω:''' μέλ. -[[πεσοῦμαι]] (για το <i>ποτιπεπτηυῖαι</i>, βλ. [[προσπτήσσω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[πέφτω]] πάνω, [[προσκρούω]], <i>ἔςτι</i>, σε Σοφ.· <i>τινί</i>, σε Ξεν.· [[πέφτω]] κατά πάνω, σωριάζομαι, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[πέφτω]] πάνω, επιτίθεμαι, [[ορμώ]], <i>τινί</i>, στον ίδ., Ξεν. κ.λπ.· απόλ., σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[απλώς]], [[τρέχω]] προς, σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> [[πέφτω]] πάνω σε, [[εναγκαλίζομαι]], <i>τινί</i>, σε Ευρ.· απ' όπου, [[προσπίπτω]] τινί, [[προσχωρώ]] στην [[παράταξη]] κάποιου, σε Ξεν.<br /><b class="num">5.</b> [[συναντώ]] τυχαία κάποιον, [[βρίσκω]] τυχαία, συναντιέμαι με, [[ανταμώνω]], <i>μὴ λάθῃ με προσπεσών</i>, σε Σοφ.· με δοτ. πράγμ., [[συναντώ]] τυχαία κάποιον, [[εμπίπτω]], σε Ευρ., Ξεν.· με αιτ., μείζω βροτείας [[προσπίπτω]] ὁμιλίας, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα:<br /><b class="num">1.</b> για συμβάντα, [[επέρχομαι]] [[ξαφνικά]], [[συμβαίνω]] σε κάποιον, <i>τινί</i>, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· απόλ., [[συμβαίνω]], σε Ηρόδ., Θουκ.· <i>πρὸς τὰ προσπίπτοντα</i>, σύμφωνα με τις περιστάσεις, σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για δαπάνες, [[πέφτω]] πάνω, [[επιβαρύνω]], σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[φτάνω]] στα αυτιά κάποιου, λέγομαι ως νέο, σε Αισχίν.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[πέφτω]] στα πόδια κάποιου, [[προσπέφτω]] σε κάποιον, [[ικετεύω]], [[εκλιπαρώ]], σε Ηρόδ., Σοφ.· με δοτ., [[προσπίπτω]] βωμοῖσι, σε Σοφ.· <i>γόνασί τινος</i>, σε Ευρ.· [[θεῶν]] πρὸς [[βρέτας]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[πέφτω]] [[κάτω]] [[μπροστά]] σε κάποιον, [[ικετεύω]], σε Ευρ.
|lsmtext='''προσπίπτω:''' μέλ. -[[πεσοῦμαι]] (για το <i>ποτιπεπτηυῖαι</i>, βλ. [[προσπτήσσω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[πέφτω]] πάνω, [[προσκρούω]], <i>ἔςτι</i>, σε Σοφ.· <i>τινί</i>, σε Ξεν.· [[πέφτω]] κατά πάνω, σωριάζομαι, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[πέφτω]] πάνω, επιτίθεμαι, [[ορμώ]], <i>τινί</i>, στον ίδ., Ξεν. κ.λπ.· απόλ., σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[απλώς]], [[τρέχω]] προς, σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> [[πέφτω]] πάνω σε, [[εναγκαλίζομαι]], <i>τινί</i>, σε Ευρ.· απ' όπου, [[προσπίπτω]] τινί, [[προσχωρώ]] στην [[παράταξη]] κάποιου, σε Ξεν.<br /><b class="num">5.</b> [[συναντώ]] τυχαία κάποιον, [[βρίσκω]] τυχαία, συναντιέμαι με, [[ανταμώνω]], <i>μὴ λάθῃ με προσπεσών</i>, σε Σοφ.· με δοτ. πράγμ., [[συναντώ]] τυχαία κάποιον, [[εμπίπτω]], σε Ευρ., Ξεν.· με αιτ., μείζω βροτείας [[προσπίπτω]] ὁμιλίας, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα:<br /><b class="num">1.</b> για συμβάντα, [[επέρχομαι]] [[ξαφνικά]], [[συμβαίνω]] σε κάποιον, <i>τινί</i>, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· απόλ., [[συμβαίνω]], σε Ηρόδ., Θουκ.· <i>πρὸς τὰ προσπίπτοντα</i>, σύμφωνα με τις περιστάσεις, σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για δαπάνες, [[πέφτω]] πάνω, [[επιβαρύνω]], σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[φτάνω]] στα αυτιά κάποιου, λέγομαι ως νέο, σε Αισχίν.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[πέφτω]] στα πόδια κάποιου, [[προσπέφτω]] σε κάποιον, [[ικετεύω]], [[εκλιπαρώ]], σε Ηρόδ., Σοφ.· με δοτ., [[προσπίπτω]] βωμοῖσι, σε Σοφ.· <i>γόνασί τινος</i>, σε Ευρ.· [[θεῶν]] πρὸς [[βρέτας]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[πέφτω]] [[κάτω]] [[μπροστά]] σε κάποιον, [[ικετεύω]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσπίπτω:''' дор. [[ποτιπίπτω|ποτῐπίπτω]] (fut. προσπεσοῦμαι, aor. 2 προσέπεσον)<br /><b class="num">1)</b> припадать (βωμοῖσι Soph.; γόνασι и πρὸς [[γόνυ]] Eur.; [[θεῶν]] πρὸς [[βρέτας]] Arph.; τινί NT): [[ἱκέτης]] [[προσπίπτω]] Xen. я припадаю с мольбой (к твоим ногам);<br /><b class="num">2)</b> коленопреклоненно просить (τινά Eur., Luc.; [[βρέτη]] δαιμόνων Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> попадать, впадать (πρὸς τὸν Ἐρύμανθον Polyb.): π. τῇ κνήμῃ Xen. попадать в голень; π. πρὸς τὸν ἥλιον Arst. попадать под солнечные лучи; ᾗ προσέπιπτε τὸ [[χῶμα]] Thuc. (то место стены), куда приходилась насыпь; ὑπὸ πνευμάτων τῇ Τυρρηνίᾳ [[προσπεσεῖν]] Plut. быть занесенным ветрами в Тиррению; π. δυστυχεστάτῳ κλήρῳ Eur. стать жертвой ужаснейшей судьбы; ἡδοναῖς π. Plat. предаваться наслаждениям;<br /><b class="num">4)</b> нападать (τινί Thuc., Xen. и πρός τινα Plat.; ἄνεμοι προσέπεσον τῇ οἰκίᾳ NT): προσπεσόντες τρέπουσι [[μέρος]] τι τοῦ στρατοῦ Thuc. внезапным нападением (сиракузцы) обращают в бегство известную часть (афинской) армии; μὴ λάθῃ με προσπεσών Soph. чтобы (Филоктет) исподтишка не напал на меня;<br /><b class="num">5)</b> бросаться, устремляться, подбегать (τινί Her., Xen.);<br /><b class="num">6)</b> перен. склоняться, сближаться (τῷ Ἀναξαγόρᾳ Plat.);<br /><b class="num">7)</b> выпадать (на долю), случаться (ἄτην προσπεσοῦσαν [[ἐνεῖκαι]] Her.): τὰ προσπεσόντα Eur., Men. выпавшее на долю, сложившиеся обстоятельства; πρὸς τὰ προσπίπτοντα Arst. в соответствии с обстоятельствами; ὅ τι ἂν προσπέσῃ Arst. что ни попадется; ἄλλῳ τῳ προσπεσὸν [[ἄλλο]] ἂν [[ἐγεγόνει]] Plat. случившееся с другим по-другому и получится; τῶν ἀναλωμάτων μεγάλων προσπιπτόντων Thuc. ввиду случившихся больших расходов;<br /><b class="num">8)</b> (о слухах и т. п.) доходить, достигать: προσέπεσε (impers.) παραγενέσθαι τοὺς πρεσβευτάς Polyb. распространился слух, что послы прибыли; Κύρῳ φῆμαι καὶ λόγοι προσέπιπτον Plut. до Кира дошли слухи и толки.
}}
}}