Anonymous

προστάσσω: Difference between revisions

From LSJ
6
(35)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[προστάζω]].
|mltxt=ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[προστάζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προστάσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> με αιτ. προσ.,<br /><b class="num">1.</b> [[τοποθετώ]] ή [[παρατάσσω]] σε ένα [[μέρος]], <i>χωρεῖτε οἷ προστάσσομεν</i> (ενν. [[ὑμᾶς]]), σε Ευρ. — Παθ., <i>προστ. πύλαις</i>, σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[τοποθετώ]] κοντά σε κάποιον, [[συνάπτω]], [[προσαρτώ]], σε Ηρόδ.· <i>προστάσσει [[τινάς]] τινι</i>, τους υποβάλλει στις διαταγές του, σε Θουκ. — Παθ., <i>Ἰνδοὶ προσετετάχατο Φαρναζάθρῃ</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> αντιστρόφως, [[προστάσσω]] ἄρχοντα, [[διορίζω]] ως άρχοντα άλλων, ως κυβερνήτη, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με αιτ. πράγμ., [[δίνω]] [[διαταγή]], [[ορίζω]], [[διατάσσω]], [[ἔργον]], πόνον [[προστάσσω]] τινί, στον ίδ. κ.λπ. — Παθ., τοῖσι δὲ [[ἵππος]] προσετέτακτο, σε αυτούς είχε δοθεί [[διαταγή]] (είχε ορισθεί) να προσφέρουν ιππικό, στον ίδ.· <i>τὰ προσταχθέντα</i>, οι διαταγές που έχουν δοθεί, στον ίδ.· <i>τὸπροστεταγμένον</i>, στον ίδ.· <i>τὰ προσταχθησόμενα</i>, οι διαταγές που θα δοθούν, σε Ξεν.· απόλ., <i>προσταχθέν μοι</i>, η [[διαταγή]] που έχει δοθεί σε μένα, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ. προσ. και απαρ., [[διατάζω]], [[προστάζω]] κάποιον να κάνει [[κάτι]], σε Ηρόδ. κ.λπ. — Παθ. απρόσ., <i>προσετέτακτό τινι πρήσσειν</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. και απαρ., σε Ευρ. — Παθ., διατάζομαι να κάνω, σε Ηρόδ.· απόλ., [[λαμβάνω]] διαταγές, σε Θουκ.
}}
}}