Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προσκαθέζομαι: Difference between revisions

From LSJ
6
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[καθέζομαι]]<br /><b>1.</b> [[κάθομαι]] [[μπροστά]] από κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[κάθομαι]] στα πόδια δασκάλου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σταματώ]] [[μπροστά]] σε μια [[πόλη]], [[πολιορκώ]] (α. «προσκαθεζόμενοι δὲ τὴν πόλιν προεῑπον», <b>Θουκ.</b><br />β. «τῇ πόλει προσκαθεζόμενοι», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παρακολουθώ]] επιμελώς («προσκαθεδεῑται καὶ προσεδρεύσει τοῑς πράγμασι», <b>Δημοσθ.</b>).
|mltxt=ΜΑ [[καθέζομαι]]<br /><b>1.</b> [[κάθομαι]] [[μπροστά]] από κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[κάθομαι]] στα πόδια δασκάλου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σταματώ]] [[μπροστά]] σε μια [[πόλη]], [[πολιορκώ]] (α. «προσκαθεζόμενοι δὲ τὴν πόλιν προεῑπον», <b>Θουκ.</b><br />β. «τῇ πόλει προσκαθεζόμενοι», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παρακολουθώ]] επιμελώς («προσκαθεδεῑται καὶ προσεδρεύσει τοῑς πράγμασι», <b>Δημοσθ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσκαθέζομαι:''' μέλ. <i>-εδοῦμαι</i>, αόρ. βʹ <i>-καθεζόμην</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[πολιορκώ]] μια πόλη, Λατ. obsidere, <i>πόλιν</i>, σε Θουκ.· απόλ., στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[κάθομαι]] [[πλησίον]], [[παρακολουθώ]], <i>τοῖς πράγμασιν</i>, σε Δημ.
}}
}}