Anonymous

προσεπιτείνω: Difference between revisions

From LSJ
6
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[ἐπιτείνω]]<br />[[τονίζω]] [[ακόμη]] πιο έντονα (α. «προσεπιτείνει δὲ τὴν εἰς τὸν τόπον ἀπορίαν καὶ ὁ Ἰωάννης», Ωριγ.<br />β. «ὁ [[προφήτης]] προσεπιτείνει λέγων ὅτι...», Ωριγ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στενοχωρώ]] [[ακόμη]] περισσότερο<br /><b>2.</b> [[καθιστώ]] [[ακόμη]] [[κάτι]] πιο ισχυρό<br /><b>3.</b> [[επιβάλλω]] πρόσθετους όρους («βραχέα δὲ προσεπέτειναν τοὺς Καρχηδονίους», <b>Πολ.</b>)<br /><b>4.</b> επιμηκύνομαι.
|mltxt=ΜΑ [[ἐπιτείνω]]<br />[[τονίζω]] [[ακόμη]] πιο έντονα (α. «προσεπιτείνει δὲ τὴν εἰς τὸν τόπον ἀπορίαν καὶ ὁ Ἰωάννης», Ωριγ.<br />β. «ὁ [[προφήτης]] προσεπιτείνει λέγων ὅτι...», Ωριγ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στενοχωρώ]] [[ακόμη]] περισσότερο<br /><b>2.</b> [[καθιστώ]] [[ακόμη]] [[κάτι]] πιο ισχυρό<br /><b>3.</b> [[επιβάλλω]] πρόσθετους όρους («βραχέα δὲ προσεπέτειναν τοὺς Καρχηδονίους», <b>Πολ.</b>)<br /><b>4.</b> επιμηκύνομαι.
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσεπιτείνω:''' μέλ. <i>-τενῶ</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[απλώνω]], [[εκτείνω]] [[ακόμα]] περισσότερο, [[θέτω]] περισσότερη [[δύναμη]], <i>τι</i>, σε Πολύβ.<br /><b class="num">II.</b> [[βασανίζω]] ή [[τιμωρώ]] [[ακόμα]] περισσότερο κάποιον, <i>τινά</i>, στον ίδ.
}}
}}