Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προσεπιτείνω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσεπιτείνω:''' μέλ. <i>-τενῶ</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[απλώνω]], [[εκτείνω]] [[ακόμα]] περισσότερο, [[θέτω]] περισσότερη [[δύναμη]], <i>τι</i>, σε Πολύβ.<br /><b class="num">II.</b> [[βασανίζω]] ή [[τιμωρώ]] [[ακόμα]] περισσότερο κάποιον, <i>τινά</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''προσεπιτείνω:''' μέλ. <i>-τενῶ</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[απλώνω]], [[εκτείνω]] [[ακόμα]] περισσότερο, [[θέτω]] περισσότερη [[δύναμη]], <i>τι</i>, σε Πολύβ.<br /><b class="num">II.</b> [[βασανίζω]] ή [[τιμωρώ]] [[ακόμα]] περισσότερο κάποιον, <i>τινά</i>, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσεπιτείνω:''' <b class="num">1)</b> досл. (все) больше напрягать, перен. повышать, усиливать (τὰ ἐν ταῖς συνθήκας Polyb.; τὸ [[δίψος]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> суровее обращаться, притеснять (τινά Polyb.).
}}
}}