3,277,300
edits
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προσεπιτείνω:''' μέλ. <i>-τενῶ</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[απλώνω]], [[εκτείνω]] [[ακόμα]] περισσότερο, [[θέτω]] περισσότερη [[δύναμη]], <i>τι</i>, σε Πολύβ.<br /><b class="num">II.</b> [[βασανίζω]] ή [[τιμωρώ]] [[ακόμα]] περισσότερο κάποιον, <i>τινά</i>, στον ίδ. | |lsmtext='''προσεπιτείνω:''' μέλ. <i>-τενῶ</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[απλώνω]], [[εκτείνω]] [[ακόμα]] περισσότερο, [[θέτω]] περισσότερη [[δύναμη]], <i>τι</i>, σε Πολύβ.<br /><b class="num">II.</b> [[βασανίζω]] ή [[τιμωρώ]] [[ακόμα]] περισσότερο κάποιον, <i>τινά</i>, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσεπιτείνω:''' <b class="num">1)</b> досл. (все) больше напрягать, перен. повышать, усиливать (τὰ ἐν ταῖς συνθήκας Polyb.; τὸ [[δίψος]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> суровее обращаться, притеснять (τινά Polyb.). | |||
}} | }} |