Anonymous

πρόσημαι: Difference between revisions

From LSJ
6
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[κάθομαι]] [[πάνω]] ή [[κοντά]] σε [[κάτι]] (α. «δώμασιν προσήμεναι», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «προσήμεθα βωμοῑσι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πολιορκώ]] («προσήμενον πύργοισιν ἐχθρῶν», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἧμαι]] «[[κάθομαι]]»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[κάθομαι]] [[πάνω]] ή [[κοντά]] σε [[κάτι]] (α. «δώμασιν προσήμεναι», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «προσήμεθα βωμοῑσι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πολιορκώ]] («προσήμενον πύργοισιν ἐχθρῶν», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἧμαι]] «[[κάθομαι]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πρόσημαι:''' [[κυρίως]] παρακ. του <i>προσέζομαι</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[κάθομαι]] πάνω ή δίπλα σε κάποιον, με δοτ., σε Αισχύλ., Σοφ.· [[σπανίως]] με αιτ., <i>καρδίαν προσήμενος</i>, σε Αισχύλ.· γενικά, βρίσκομαι ή [[κείμαι]] διπλα· νάσοι [[τᾷδε]] γᾷ προσήμεναι, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[πολιορκώ]], Λατ. obsidere, σε Ευρ.
}}
}}