Anonymous

πρόσημαι: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πρόσημαι:''' [[κυρίως]] παρακ. του <i>προσέζομαι</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[κάθομαι]] πάνω ή δίπλα σε κάποιον, με δοτ., σε Αισχύλ., Σοφ.· [[σπανίως]] με αιτ., <i>καρδίαν προσήμενος</i>, σε Αισχύλ.· γενικά, βρίσκομαι ή [[κείμαι]] διπλα· νάσοι [[τᾷδε]] γᾷ προσήμεναι, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[πολιορκώ]], Λατ. obsidere, σε Ευρ.
|lsmtext='''πρόσημαι:''' [[κυρίως]] παρακ. του <i>προσέζομαι</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[κάθομαι]] πάνω ή δίπλα σε κάποιον, με δοτ., σε Αισχύλ., Σοφ.· [[σπανίως]] με αιτ., <i>καρδίαν προσήμενος</i>, σε Αισχύλ.· γενικά, βρίσκομαι ή [[κείμαι]] διπλα· νάσοι [[τᾷδε]] γᾷ προσήμεναι, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[πολιορκώ]], Λατ. obsidere, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''πρόσημαι:''' (только praes.)<br /><b class="num">1)</b> сидеть или находиться рядом: νερτέρᾳ προσήμενος κώπῃ Aesch. сидящий на нижней скамье гребец; π. βωμοῖσι Soph. сидеть у алтарей; νᾶσοι [[τᾷδε]] γᾷ προσήμεναι Aesch. находящиеся по соседству с этим краем острова; ἰὸς καρδίαν προσήμενος Aesch. засевшая в сердце стрела;<br /><b class="num">2)</b> осаждать (π. πύργοισιν ἐχθρῶν Eur.).
}}
}}