Anonymous

προσπέμπω: Difference between revisions

From LSJ
6
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> (σχετικά με αγγελιαφόρους ή πρέσβεις) [[στέλνω]] σε κάποιον, [[αποστέλλω]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με λόγο) [[απευθύνω]].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> (σχετικά με αγγελιαφόρους ή πρέσβεις) [[στέλνω]] σε κάποιον, [[αποστέλλω]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με λόγο) [[απευθύνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσπέμπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[στέλνω]], [[ιδίως]] λέγεται για αγγελιαφόρους ή πρέσβεις, σε Αριστοφ., Θουκ.· [[προσπέμπω]] τινά τινι, [[στέλνω]] ή [[οδηγώ]] ένα [[πρόσωπο]] προς ένα [[άλλο]], σε Σοφ., Θουκ.· [[απλώς]], [[προσπέμπω]] τινί, [[στέλνω]] σε κάποιον (ενν. <i>ἄγγελον</i>), σε Θουκ. κ.λπ.· επίσης, [[προσπέμπω]] λόγους ἔς τινας, στον ίδ.· απόλ., σε Ηρόδ., Θουκ.
}}
}}