Anonymous

προσανέχω: Difference between revisions

From LSJ
6
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[ἀνέχω]]<br /><b>1.</b> [[κρατώ]] [[ακόμη]]<br /><b>2.</b> [[περιμένω]] [[κάτι]] με [[υπομονή]]<br /><b>3.</b> αφοσιώνομαι, προσκολλώμαι σε κάποιον<br /><b>4.</b> [[καταγίνομαι]], [[ασχολούμαι]] με [[κάτι]]<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> έχω [[εμπιστοσύνη]], βασίζομαι σε [[κάτι]] («οὗτοι... εὐθαρσῶς ὑπέμενον τὴν πολιορκίαν, προσανέχοντες ταῑς ἐλπίσι τῆς βοηθείας», <b>Πολ.</b>).
|mltxt=Α<br />[[ἀνέχω]]<br /><b>1.</b> [[κρατώ]] [[ακόμη]]<br /><b>2.</b> [[περιμένω]] [[κάτι]] με [[υπομονή]]<br /><b>3.</b> αφοσιώνομαι, προσκολλώμαι σε κάποιον<br /><b>4.</b> [[καταγίνομαι]], [[ασχολούμαι]] με [[κάτι]]<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> έχω [[εμπιστοσύνη]], βασίζομαι σε [[κάτι]] («οὗτοι... εὐθαρσῶς ὑπέμενον τὴν πολιορκίαν, προσανέχοντες ταῑς ἐλπίσι τῆς βοηθείας», <b>Πολ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσανέχω:''' μέλ. <i>-ανέξω</i>, [[περιμένω]] υπομονετικά [[κάτι]], με δοτ., σε Πολύβ.· επίσης με αιτ., στον ίδ.
}}
}}