Anonymous

προσανέχω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσανέχω:''' μέλ. <i>-ανέξω</i>, [[περιμένω]] υπομονετικά [[κάτι]], με δοτ., σε Πολύβ.· επίσης με αιτ., στον ίδ.
|lsmtext='''προσανέχω:''' μέλ. <i>-ανέξω</i>, [[περιμένω]] υπομονετικά [[κάτι]], με δοτ., σε Πολύβ.· επίσης με αιτ., στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσανέχω:''' (sc. ἑαυτόν) держаться, оставаться, пребывать, тж. напряженно ожидать: προσανέχοντες ταῖς ἐλπίσι τῆς βοηθείας Polyb. сохраняя надежды на помощь; προσανεῖχον καραδοκοῦντες τὴν ἐπιφάνειαν τῆς ἡμέρας Polyb. (римляне) напряженно ждали наступления дня.
}}
}}