3,274,216
edits
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προσανέχω:''' μέλ. <i>-ανέξω</i>, [[περιμένω]] υπομονετικά [[κάτι]], με δοτ., σε Πολύβ.· επίσης με αιτ., στον ίδ. | |lsmtext='''προσανέχω:''' μέλ. <i>-ανέξω</i>, [[περιμένω]] υπομονετικά [[κάτι]], με δοτ., σε Πολύβ.· επίσης με αιτ., στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσανέχω:''' (sc. ἑαυτόν) держаться, оставаться, пребывать, тж. напряженно ожидать: προσανέχοντες ταῖς ἐλπίσι τῆς βοηθείας Polyb. сохраняя надежды на помощь; προσανεῖχον καραδοκοῦντες τὴν ἐπιφάνειαν τῆς ἡμέρας Polyb. (римляне) напряженно ждали наступления дня. | |||
}} | }} |