3,274,754
edits
(35) |
(6) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[μεγάλη]] [[θύρα]] πόλης, ανακτόρου, φρουρίου, στρατοπέδου, στρατώνα, ναού ή άλλου μεγάλου οικοδομήματος<br /><b>2.</b> στενή [[δίοδος]] διά μέσου ορέων σε κάποιον [[τόπο]]<br /><b>3.</b> η [[είσοδος]] κτηρίου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «πύλαι Άδου» <br />α) οι θύρες από τις οποίες εισερχόταν [[κάποιος]] στον [[κάτω]] κόσμο<br />β) ο Άδης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ανατ.</b> [[τμήμα]] ενός σπλάγχνου το οποίο γενικά εισέχει αποτελώντας το [[σημείο]] εισόδου τών αγγείων και τών νεύρων του οργάνου (α. «ηπατικές πύλες» β. «νεφρικές πύλες»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ωραία [[πύλη]]» ή «[[πύλη]] [[μεγάλη]]» ή «πύλαι μεγάλαι» ή «[[πύλη]] αργυρά» ή «πύλαι αργυραί» ή «[[βασιλική]] [[πύλη]]» ή «βασιλικαί πύλαι» ή «[[πύλη]] της Κιβωτού»<br />i) η μεσαία από τις [[τρεις]] πύλες με τις οποίες ο [[νάρθηκας]], στον ναό της Αγίας Σοφίας της Κωνσταντινούπολης, συγκοινωνούσε με τον [[κυρίως]] ναό<br />ii) ([[σήμερα]]) η κεντρική [[πύλη]] που οδηγεί από τον [[κυρίως]] ναό στο Ιερό Βήμα από την οποία εισέρχονται μόνο οι ιερουργοί<br />β) «υψηλή [[πύλη]]»<br />i) (αρχικά) η [[είσοδος]] της σουλτανικής σκηνής<br />ii) ([[μετά]] την [[κατάληψη]] της Κωνσταντινούπολης) το σουλτανικό [[ανάκτορο]]<br />iii) (αργότερα) το [[τμήμα]] του ανακτόρου που στέγαζε το [[γραφείο]] του Μεγάλου Βεζύρη και τών υπηρεσιών του<br />iv) (από τον 18ο αιώνα ώς το 1923, όταν η [[πρωτεύουσα]] του τουρκικού κράτους μεταφέρθηκε στην Άγκυρα) η [[κυβέρνηση]] του σουλτάνου<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />η [[είσοδος]] του ουρανού, του παραδείσου κ.λπ. («ἡ [[πύλη]] τῆς πρὸς ἡμᾱς σου Κύριε συγκαταβάσεως», Μηναί.)<br /><b>μσν.</b><br />[[επίθετο]] της Παναγίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το ένα από τα δύο φύλλα δίφυλλης θύρας<br /><b>2.</b> (στον εν. και στον πληθ.) η [[είσοδος]] του τείχους πόλης<br /><b>3.</b> η [[είσοδος]] σκηνής<br /><b>4.</b> [[τελωνειακός]] [[σταθμός]]<br /><b>5.</b> [[δίοδος]], [[άνοιγμα]], [[στόμιο]] («ἀναπεπταμένας ἔχω τῶν ὤτων τὰς πύλας», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>6.</b> [[αφετηρία]] σε [[ιπποδρόμιο]]<br /><b>7.</b> η [[πυλαία]] [[φλέβα]]<br /><b>8.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ πύλαι</i><br />α) τα θυρόφυλλα<br />β) <b>μτφ.</b> το [[σημείο]] από το οποίο εισέρχεται [[κάποιος]] [[κάπου]], τα πρόθυρα («ἐν πύλαις [[γήρως]]», Δίων Κάσσ.)<br />γ) [[στενός]] [[πορθμός]] («[[Πύλαι]] Γαδειρίδες» — το στενό του Γιβραλτάρ, <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>9.</b> (<b>στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) οι Θερμοπύλες<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> α) «Πόντοιο πύλαι» ή «Κορίνθου πύλαι» ή «πύλαι τῆς Πελοποννήσου» ή «Πέλοπος νάσου θεόδμαται πύλαι» — ο Ισθμός της Κορίνθου<br />β) «πύλαι καὶ δοχαὶ χολῆς» — το [[στόμιο]] της χοληδόχου κύστεως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τ. του τεχνικού λεξιλογίου, πιθ. [[δάνειος]], άγνωστης ετυμολ. (<b>πρβλ.</b> και λ. [[μέγαρο]])]. | |mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[μεγάλη]] [[θύρα]] πόλης, ανακτόρου, φρουρίου, στρατοπέδου, στρατώνα, ναού ή άλλου μεγάλου οικοδομήματος<br /><b>2.</b> στενή [[δίοδος]] διά μέσου ορέων σε κάποιον [[τόπο]]<br /><b>3.</b> η [[είσοδος]] κτηρίου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «πύλαι Άδου» <br />α) οι θύρες από τις οποίες εισερχόταν [[κάποιος]] στον [[κάτω]] κόσμο<br />β) ο Άδης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ανατ.</b> [[τμήμα]] ενός σπλάγχνου το οποίο γενικά εισέχει αποτελώντας το [[σημείο]] εισόδου τών αγγείων και τών νεύρων του οργάνου (α. «ηπατικές πύλες» β. «νεφρικές πύλες»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ωραία [[πύλη]]» ή «[[πύλη]] [[μεγάλη]]» ή «πύλαι μεγάλαι» ή «[[πύλη]] αργυρά» ή «πύλαι αργυραί» ή «[[βασιλική]] [[πύλη]]» ή «βασιλικαί πύλαι» ή «[[πύλη]] της Κιβωτού»<br />i) η μεσαία από τις [[τρεις]] πύλες με τις οποίες ο [[νάρθηκας]], στον ναό της Αγίας Σοφίας της Κωνσταντινούπολης, συγκοινωνούσε με τον [[κυρίως]] ναό<br />ii) ([[σήμερα]]) η κεντρική [[πύλη]] που οδηγεί από τον [[κυρίως]] ναό στο Ιερό Βήμα από την οποία εισέρχονται μόνο οι ιερουργοί<br />β) «υψηλή [[πύλη]]»<br />i) (αρχικά) η [[είσοδος]] της σουλτανικής σκηνής<br />ii) ([[μετά]] την [[κατάληψη]] της Κωνσταντινούπολης) το σουλτανικό [[ανάκτορο]]<br />iii) (αργότερα) το [[τμήμα]] του ανακτόρου που στέγαζε το [[γραφείο]] του Μεγάλου Βεζύρη και τών υπηρεσιών του<br />iv) (από τον 18ο αιώνα ώς το 1923, όταν η [[πρωτεύουσα]] του τουρκικού κράτους μεταφέρθηκε στην Άγκυρα) η [[κυβέρνηση]] του σουλτάνου<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />η [[είσοδος]] του ουρανού, του παραδείσου κ.λπ. («ἡ [[πύλη]] τῆς πρὸς ἡμᾱς σου Κύριε συγκαταβάσεως», Μηναί.)<br /><b>μσν.</b><br />[[επίθετο]] της Παναγίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το ένα από τα δύο φύλλα δίφυλλης θύρας<br /><b>2.</b> (στον εν. και στον πληθ.) η [[είσοδος]] του τείχους πόλης<br /><b>3.</b> η [[είσοδος]] σκηνής<br /><b>4.</b> [[τελωνειακός]] [[σταθμός]]<br /><b>5.</b> [[δίοδος]], [[άνοιγμα]], [[στόμιο]] («ἀναπεπταμένας ἔχω τῶν ὤτων τὰς πύλας», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>6.</b> [[αφετηρία]] σε [[ιπποδρόμιο]]<br /><b>7.</b> η [[πυλαία]] [[φλέβα]]<br /><b>8.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ πύλαι</i><br />α) τα θυρόφυλλα<br />β) <b>μτφ.</b> το [[σημείο]] από το οποίο εισέρχεται [[κάποιος]] [[κάπου]], τα πρόθυρα («ἐν πύλαις [[γήρως]]», Δίων Κάσσ.)<br />γ) [[στενός]] [[πορθμός]] («[[Πύλαι]] Γαδειρίδες» — το στενό του Γιβραλτάρ, <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>9.</b> (<b>στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) οι Θερμοπύλες<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> α) «Πόντοιο πύλαι» ή «Κορίνθου πύλαι» ή «πύλαι τῆς Πελοποννήσου» ή «Πέλοπος νάσου θεόδμαται πύλαι» — ο Ισθμός της Κορίνθου<br />β) «πύλαι καὶ δοχαὶ χολῆς» — το [[στόμιο]] της χοληδόχου κύστεως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τ. του τεχνικού λεξιλογίου, πιθ. [[δάνειος]], άγνωστης ετυμολ. (<b>πρβλ.</b> και λ. [[μέγαρο]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πύλη:''' [ῠ], ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> το ένα [[φύλλο]] από το [[ζευγάρι]] φύλλων μιας δίφυλλης πόρτας, σε Ηρόδ.· [[κυρίως]] στον πληθ., οι πύλες της πόλης, αντίθ. προς το [[θύρα]] (η πόρτα του σπιτιού), σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> στους Τραγ., μερικές φορές λέγεται για την πόρτα του σπιτιού.<br /><b class="num">3.</b> <i>Ἀΐδαο πύλαι</i>, περιφρ. για τον Κάτω Κόσμο, σε Όμηρ., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> γενικά, [[είσοδος]], [[άνοιγμα]], [[στόμιο]], λέγεται για το [[συκώτι]], <i>π. καὶ δοχαὶ χολῆς</i>, το [[στόμιο]] της χοληδόχου κύστης, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[είσοδος]] στη [[χώρα]] μέσα από τα βουνά, ορεινή [[διάβαση]], σε Ηρόδ.· [[ιδίως]], [[Πύλαι]], <i>αἱ</i>, το κοινό όνομα των Θερμοπυλών ([[Θερμοπύλαι]]), η [[είσοδος]] μέσα από τα βουνά από τη [[Θεσσαλία]] στη [[Λοκρίδα]] που θεωρείται η [[πύλη]] της Ελλάδας, στον ίδ.· ομοίως, λέγεται για το [[πέρασμα]] από τη [[Συρία]] στην [[Κιλικία]], σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> επίσης λέγεται για στενό πορθό μέσω του οποίου εισέρχεται [[κανείς]] στην ανοιχτή [[θάλασσα]], στο [[πέλαγος]], <i>ἐπ' αὐταῖς λίμνης π</i>., λέγεται για το Θρακικό Βόσπορο, σε Αισχύλ.· <i>ἐν πύλαις</i>, για τον Εύριπο, σε Ευρ. | |||
}} | }} |