3,274,754
edits
(6) |
(4) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πύλη:''' [ῠ], ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> το ένα [[φύλλο]] από το [[ζευγάρι]] φύλλων μιας δίφυλλης πόρτας, σε Ηρόδ.· [[κυρίως]] στον πληθ., οι πύλες της πόλης, αντίθ. προς το [[θύρα]] (η πόρτα του σπιτιού), σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> στους Τραγ., μερικές φορές λέγεται για την πόρτα του σπιτιού.<br /><b class="num">3.</b> <i>Ἀΐδαο πύλαι</i>, περιφρ. για τον Κάτω Κόσμο, σε Όμηρ., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> γενικά, [[είσοδος]], [[άνοιγμα]], [[στόμιο]], λέγεται για το [[συκώτι]], <i>π. καὶ δοχαὶ χολῆς</i>, το [[στόμιο]] της χοληδόχου κύστης, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[είσοδος]] στη [[χώρα]] μέσα από τα βουνά, ορεινή [[διάβαση]], σε Ηρόδ.· [[ιδίως]], [[Πύλαι]], <i>αἱ</i>, το κοινό όνομα των Θερμοπυλών ([[Θερμοπύλαι]]), η [[είσοδος]] μέσα από τα βουνά από τη [[Θεσσαλία]] στη [[Λοκρίδα]] που θεωρείται η [[πύλη]] της Ελλάδας, στον ίδ.· ομοίως, λέγεται για το [[πέρασμα]] από τη [[Συρία]] στην [[Κιλικία]], σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> επίσης λέγεται για στενό πορθό μέσω του οποίου εισέρχεται [[κανείς]] στην ανοιχτή [[θάλασσα]], στο [[πέλαγος]], <i>ἐπ' αὐταῖς λίμνης π</i>., λέγεται για το Θρακικό Βόσπορο, σε Αισχύλ.· <i>ἐν πύλαις</i>, για τον Εύριπο, σε Ευρ. | |lsmtext='''πύλη:''' [ῠ], ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> το ένα [[φύλλο]] από το [[ζευγάρι]] φύλλων μιας δίφυλλης πόρτας, σε Ηρόδ.· [[κυρίως]] στον πληθ., οι πύλες της πόλης, αντίθ. προς το [[θύρα]] (η πόρτα του σπιτιού), σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> στους Τραγ., μερικές φορές λέγεται για την πόρτα του σπιτιού.<br /><b class="num">3.</b> <i>Ἀΐδαο πύλαι</i>, περιφρ. για τον Κάτω Κόσμο, σε Όμηρ., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> γενικά, [[είσοδος]], [[άνοιγμα]], [[στόμιο]], λέγεται για το [[συκώτι]], <i>π. καὶ δοχαὶ χολῆς</i>, το [[στόμιο]] της χοληδόχου κύστης, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[είσοδος]] στη [[χώρα]] μέσα από τα βουνά, ορεινή [[διάβαση]], σε Ηρόδ.· [[ιδίως]], [[Πύλαι]], <i>αἱ</i>, το κοινό όνομα των Θερμοπυλών ([[Θερμοπύλαι]]), η [[είσοδος]] μέσα από τα βουνά από τη [[Θεσσαλία]] στη [[Λοκρίδα]] που θεωρείται η [[πύλη]] της Ελλάδας, στον ίδ.· ομοίως, λέγεται για το [[πέρασμα]] από τη [[Συρία]] στην [[Κιλικία]], σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> επίσης λέγεται για στενό πορθό μέσω του οποίου εισέρχεται [[κανείς]] στην ανοιχτή [[θάλασσα]], στο [[πέλαγος]], <i>ἐπ' αὐταῖς λίμνης π</i>., λέγεται για το Θρακικό Βόσπορο, σε Αισχύλ.· <i>ἐν πύλαις</i>, για τον Εύριπο, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πύλη:''' (ῠ) ἡ<b class="num">1)</b> створка (двери или ворот): παρακλίνειν τὴν ἑτέρην πύλην Her. приоткрыть одну половину ворот;<br /><b class="num">2)</b> преимущ. pl. ворота, врата Hom., Pind., Aesch., Plat., реже дверь Trag.: Ἀΐδαο πύλαι Hom., Ἃιδου πύλαι Aesch. etc., тж. σκότου или νερτέρων πύλαι Eur. врата Аида, т. е. подземное царство;<br /><b class="num">3)</b> pl. вход, проход (λίμνης πύλαι Aesch.): πύλαι χολῆς Eur. желчный проток. | |||
}} | }} |