Anonymous

πυκνορράξ: Difference between revisions

From LSJ
6
(35)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ᾱγος, και πυκνόρραξ, -αγος, και [[πυκνορρώξ]], -ῶγος, ὁ, Α<br />αυτός που έχει πυκνές ρώγες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πυκνός]] <span style="color: red;">+</span> <i>ῥάξ</i> / <i>ῥώξ</i> «[[ρώγα]]»].
|mltxt=-ᾱγος, και πυκνόρραξ, -αγος, και [[πυκνορρώξ]], -ῶγος, ὁ, Α<br />αυτός που έχει πυκνές ρώγες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πυκνός]] <span style="color: red;">+</span> <i>ῥάξ</i> / <i>ῥώξ</i> «[[ρώγα]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πυκνορράξ:''' -ᾶγος ([[ῥάξ]]), αυτός που έχει πυκνές ρώγες ([[σταφύλι]]), σε Ανθ.
}}
}}