Anonymous

πυκνορράξ: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πυκνορράξ:''' -ᾶγος ([[ῥάξ]]), αυτός που έχει πυκνές ρώγες ([[σταφύλι]]), σε Ανθ.
|lsmtext='''πυκνορράξ:''' -ᾶγος ([[ῥάξ]]), αυτός που έχει πυκνές ρώγες ([[σταφύλι]]), σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''πυκνορράξ:''' ᾶγος adj. густо увешанный ягодами ([[βότρυς]] Anth.).
}}
}}