3,277,068
edits
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πυκνορράξ:''' -ᾶγος ([[ῥάξ]]), αυτός που έχει πυκνές ρώγες ([[σταφύλι]]), σε Ανθ. | |lsmtext='''πυκνορράξ:''' -ᾶγος ([[ῥάξ]]), αυτός που έχει πυκνές ρώγες ([[σταφύλι]]), σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πυκνορράξ:''' ᾶγος adj. густо увешанный ягодами ([[βότρυς]] Anth.). | |||
}} | }} |