Anonymous

πυριγενής: Difference between revisions

From LSJ
6
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[πυρογενής]], -ές, ΝΑ<br />(για εργαλεία, όργανα) αυτός που σφυρηλατήθηκε ή κατεργάστηκε με τη [[χρήση]] φωτιάς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται, παράγεται ή σχηματίζεται σε πολύ υψηλή [[θερμοκρασία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πυριγενή πετρώματα»<br /><b>(πετρογρ.)</b> παλαιότερη [[ονομασία]] τών εκρηξιγενών πετρωμάτων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως [[προσωνυμία]] διαφόρων θεοτήτων και, [[ιδίως]], του Διονύσου) αυτός που γεννήθηκε [[μέσα]] στη [[φωτιά]] ή αυτός που γεννήθηκε από τη [[φωτιά]]<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί πυρετό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πυρι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>πυρ</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]] <span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>θαλασσο</i>-<i>γενής</i>, <i>ποντο</i>-<i>γενής</i>].
|mltxt=και [[πυρογενής]], -ές, ΝΑ<br />(για εργαλεία, όργανα) αυτός που σφυρηλατήθηκε ή κατεργάστηκε με τη [[χρήση]] φωτιάς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται, παράγεται ή σχηματίζεται σε πολύ υψηλή [[θερμοκρασία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πυριγενή πετρώματα»<br /><b>(πετρογρ.)</b> παλαιότερη [[ονομασία]] τών εκρηξιγενών πετρωμάτων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως [[προσωνυμία]] διαφόρων θεοτήτων και, [[ιδίως]], του Διονύσου) αυτός που γεννήθηκε [[μέσα]] στη [[φωτιά]] ή αυτός που γεννήθηκε από τη [[φωτιά]]<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί πυρετό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πυρι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>πυρ</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]] <span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>θαλασσο</i>-<i>γενής</i>, <i>ποντο</i>-<i>γενής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πῠρῐγενής:''' -ές ([[γίγνομαι]]), = το προηγ., γεννημένος στη [[φωτιά]]· λέγεται για [[εργαλείο]], σφυρηλατημένος στη [[φωτιά]], σε Ευρ.
}}
}}