Anonymous

πωτάομαι: Difference between revisions

From LSJ
6
(Autenrieth)
(6)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[πέτομαι]]), ipf. πωτῶντο: [[fly]], Il. 12.287†.
|auten=([[πέτομαι]]), ipf. πωτῶντο: [[fly]], Il. 12.287†.
}}
{{lsm
|lsmtext='''πωτάομαι:''' Επικ. γʹ πληθ. παρατ. <i>πωτῶντο</i>· αόρ. αʹ <i>ἐπωτήθην</i>· Επικ. [[τύπος]] του [[ποτάομαι]]· [[πετώ]], [[ίπταμαι]] [[ολόγυρα]], [[περιίπταμαι]], σε Ομήρ. Ιλ., Ομηρ. Ύμν., Απόλλ.
}}
}}