Anonymous

πωτάομαι: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πωτάομαι:''' Επικ. γʹ πληθ. παρατ. <i>πωτῶντο</i>· αόρ. αʹ <i>ἐπωτήθην</i>· Επικ. [[τύπος]] του [[ποτάομαι]]· [[πετώ]], [[ίπταμαι]] [[ολόγυρα]], [[περιίπταμαι]], σε Ομήρ. Ιλ., Ομηρ. Ύμν., Απόλλ.
|lsmtext='''πωτάομαι:''' Επικ. γʹ πληθ. παρατ. <i>πωτῶντο</i>· αόρ. αʹ <i>ἐπωτήθην</i>· Επικ. [[τύπος]] του [[ποτάομαι]]· [[πετώ]], [[ίπταμαι]] [[ολόγυρα]], [[περιίπταμαι]], σε Ομήρ. Ιλ., Ομηρ. Ύμν., Απόλλ.
}}
{{elru
|elrutext='''πωτάομαι:''' (эп. 3 л. pl. impf. πωτῶντο, дор. fut. [[πωτάομαι]] с ᾱ, aor. ἐπωτήθην) [frequ. к [[ποτάομαι]] (про)летать Hom., HH, Arph. etc.
}}
}}