3,276,949
edits
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πωτάομαι:''' Επικ. γʹ πληθ. παρατ. <i>πωτῶντο</i>· αόρ. αʹ <i>ἐπωτήθην</i>· Επικ. [[τύπος]] του [[ποτάομαι]]· [[πετώ]], [[ίπταμαι]] [[ολόγυρα]], [[περιίπταμαι]], σε Ομήρ. Ιλ., Ομηρ. Ύμν., Απόλλ. | |lsmtext='''πωτάομαι:''' Επικ. γʹ πληθ. παρατ. <i>πωτῶντο</i>· αόρ. αʹ <i>ἐπωτήθην</i>· Επικ. [[τύπος]] του [[ποτάομαι]]· [[πετώ]], [[ίπταμαι]] [[ολόγυρα]], [[περιίπταμαι]], σε Ομήρ. Ιλ., Ομηρ. Ύμν., Απόλλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πωτάομαι:''' (эп. 3 л. pl. impf. πωτῶντο, дор. fut. [[πωτάομαι]] с ᾱ, aor. ἐπωτήθην) [frequ. к [[ποτάομαι]] (про)летать Hom., HH, Arph. etc. | |||
}} | }} |