Anonymous

πυργόω: Difference between revisions

From LSJ
1,047 bytes added ,  31 December 2018
6
(Autenrieth)
(6)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=aor. πύργωσαν: [[surround]] [[with]] towers, [[fortify]], Od. 11.264†.
|auten=aor. πύργωσαν: [[surround]] [[with]] towers, [[fortify]], Od. 11.264†.
}}
{{lsm
|lsmtext='''πυργόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[πύργος]])·<br /><b class="num">I.</b> [[περιζώνω]] ή [[περιφράσσω]] με πύργους, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. — Μέσ., [[χτίζω]] πύργους, σε Ξεν. — Παθ., <i>πυργωθείς</i>, εφοδιασμένος με πύργο, λέγεται για τον ελέφαντα, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[ανυψώνω]], [[σηκώνω]] σε μεγάλο ύψος, <i>πυργῶσαι ῥήματα σεμνά</i>, «[[δημιουργώ]] υψηλή [[ρίμα]]», σε Αριστοφ.· ομοίως, <i>ἀοιδὰς ἐπύργωσε</i>, σε Ευρ.· απ' όπου, [[εξυψώνω]], [[ανεγείρω]], [[υψώνω]], στον ίδ.· ομοίως, [[πυργόω]] [[χάριν]], τη [[μεγαλοποιώ]], την [[εξογκώνω]], στον ίδ. — Παθ., επαίρομαι, σε Ανθ.· <i>πεπύργωσαι θράσει</i>, <i>λόγοις</i>, σε Ευρ.
}}
}}