πυργόω

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυργόω Medium diacritics: πυργόω Low diacritics: πυργόω Capitals: ΠΥΡΓΟΩ
Transliteration A: pyrgóō Transliteration B: pyrgoō Transliteration C: pyrgoo Beta Code: purgo/w

English (LSJ)

A gird or fence with towers, Θήβης ἕδος ἔκτισαν.. πύργωσάν τε Od.11.264, cf. Hom.Epigr.4.3, Orac. ap. Hdt.1.174, E.Ba.172:—Med., fortify, ὀχυρά X.Cyr.6.1.20; ἄστη Moschio Trag.6.27:—Pass., κορυφαὶ πεπυργωμέναι Str.12.3.39.
2 metaph., fence, protect, δέμας ἀσπίδι Nonn. D. 30.52, etc.
3 πυργωθείς furnished with a tower, of an elephant, AP9.285 (Phil.).
II metaph., raise up to a towering height, πυργωθέντα πλοῦτον B.3.13; πρῶτος.. πυργώσας ῥήματα σεμνά the first.. 'to build the lofty rhyme', Ar.Ra.1004; τέχνην.. ἐπύργωσ' οἰκοδομήσας ἔπεσιν μεγάλοις κτλ. Id.Pax749; so ἀοιδὰς εὐδαιμονίας ἐπύργωσε E.Supp.998 (lyr.), cf. AP7.39 (Antip. Thess.): hence, exalt, lift up, π. ἄνω τὸ μηδὲν ὄντα E.Tr.612; Τροίαν ib.844 (lyr.); .. τυραννίσι πατὴρ ἐπύργου Id.HF475; of doctors, πυργοῦντες αὑτούς magnifying themselves, Men.497 (= Mimn.Trag.2); π. χάριν exalt, exaggerate it, E.Med.526; δὶς τόσα π. τῶν γιγνομένων Id.Heracl. 293 (anap.); τὴν τέχνην Lib.Ep.834.5; καθαροῖς λούμασι adorn (the city) with... Epigr.Gr.903: also intr., declaim, μάταιον τὸ πυργοῦν λέγοντα.. Phld.Mort.33:—Pass., exalt oneself, τῇδ' ἐπυργοῦτο στολῇ, of a horse, A.Pers.192; πεπύργωσαι θράσει, λόγοις, E.Or.1568, HF 238.

German (Pape)

[Seite 821] bethürmen, mit Mauern u. Thürmen versehen, befestigen; πρῶτοι Θήβης ἕδος ἔκτισαν ἑπταπύλοιο πύργωσάν τε, Od. 11, 264, ep. Hom. 4, 3; Τροίαν, Eur. Troad. 844; Bacch. 172 u. öfter; Orak. bei Her. 1, 174; Sp., wie Nonn. 40, 485; auch ἀσπίδι πυργώσας δέμας, 30, 51; πυργωθεὶς ἐλέφας verbindet Philp. 29 (IX, 285), der mit einem Thurme versehen ist; im med., τέκτονας δὲ εἰς τὸ ἡμῖν ὀχυρὰ πυργοῦσθαι, Xen. Cyr. 6, 1, 20; – übh. hoch aufbauen, erhöhen, bes. mit dem Nebenbegriffe des Prahlerischen, Prunkenden, π υργοῦντες αὑτούς, sich selbst wichtig machend, von prahlerischen Aerzten, Mimn. 8, 3; ῥήματα σεμνὰ πυργῶσαι, hochtrabende Ausdrücke aufthürmen, Ar. Ran. 1004, von Aeschylus, von dem Ant. Th. 57 (VII, 39) ὀφρυόεσσαν ἀοιδὴν πυργώσας sagt; auch Eur. vrbdt ἡνίκα ἀοιδὰς εὐδαιμονίας ἐπύργωσε, Suppl. 998, u. ἐπειδὰν λίαν πυργοῖς χάριν, Med. 526; τοῖς ἐπὶ μήκιστον εὖ μάλα πυργώσας τὴν φιλοσοφίαν, Damasc. bei Suid.; – Aesch. Pers. 188: ἡ μὲν τῇδ' ἐπυργοῦτο στολῇ, entweder sich trotzig erheben, übermütig sein, oder zügeln.

French (Bailly abrégé)

πυργῶ :
1 flanquer ou munir de tours, acc.;
2 p. ext. élever comme une tour : ῥήματα σεμνά AR construire des mots hauts comme des tours en parl. d'Eschyle ; vanter, faire grand cas de ; en mauv. part exagérer;
Moy. πυργόομαι, πυργοῦμαι;
1 intr. se redresser, se tenir droit ; s'enorgueillir de, τινι;
2 tr. dresser des tours pour soi, acc..
Étymologie: πύργος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυργόω [πύργος] van torens voorzien, met een muur versterken, ommuren:; Θήβης ἕδος... πύργωσαν zij hebben Thebe... met muren versterkt Od. 11.264; med. (voor zich) als versterking bouwen:. ἡμῖν ὀχυρὰ πυργοῦσθαι stevige torens bouwen voor onze verdediging Xen. Cyr. 6.1.20. overdr. (vaak met implicatie van hoogmoed) torenhoog opbouwen, verheven maken:; Τροίαν Troje Eur. Tr. 844; τὰ μὲν πυργοῦσ’ ἄνω τὸ μηδὲν ὄντα verheffen wat van nul en generlei waarde is Eur. Tr. 612; ἀοιδαῖς εὐδαιμονίας de gelukkige omstandigheden met liederen vergroten Eur. Suppl. 998; τέχνην ἔπεσιν μεγάλοις zijn kunst verheffen met gewichtige woorden Aristoph. Pax 749; ῥήματα σεμνά waardige woorden hemelhoog verheffen Aristoph. Ran. 1004; hoog opgeven van iets, overdrijven:; χάριν blijk van hulpvaardigheid Eur. Med. 526; δὶς τόσα τῶν γιγνομένων twee keer zoveel vertellen als er gebeurd is Eur. Hcld. 293; med. trag. zich torenhoog verheffen, zich in de hoogte steken:; ἡ μὲν τῆιδ’ ἐπυργοῦτο στολῇ de ene verhief zich trots door die tuigage Aeschl. Pers. 192; ongunstig. ὃς πεπύργωσαι θράσει jij die jezelf torenhoog verheven hebt in overmoed Eur. Or. 1568; σὺ μὲν λέγ’ ἡμᾶς οἷς πεπύργωσαι λόγοις... κακῶς scheld jij ons maar uit met die woorden waarmee jij je torenhoog hebt opgewerkt Eur. HF 238.

Russian (Dvoretsky)

πυργόω:
1 снабжать (крепостными) башнями, т. е. обносить стенами (Θήβης ἕδος Hom.): ὀχυρὰ πυργοῦσθαι Xen. возводить у себя укрепления;
2 снабжать боевой башенкой (ἐλέφας πυργωθείς Anth.);
3 возвышать, возвеличивать (Τροίαν Eur.);
4 превозносить, восхвалять: π. ἑαυτόν Men. превозноситься; πυργῶσαι ῥήματα σεμνά Arph. нагромоздить высокопарные речи; πυργοῦσθαι θράσει Eur. хвалиться храбростью;
5 раздувать, преувеличивать (τι Eur.).

English (Autenrieth)

aor. πύργωσαν: surround with towers, fortify, Od. 11.264†.

Greek Monotonic

πυργόω: μέλ. -ώσω (πύργος
I. περιζώνω ή περιφράσσω με πύργους, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. — Μέσ., χτίζω πύργους, σε Ξεν. — Παθ., πυργωθείς, εφοδιασμένος με πύργο, λέγεται για τον ελέφαντα, σε Ανθ.
II. μεταφ., ανυψώνω, σηκώνω σε μεγάλο ύψος, πυργῶσαι ῥήματα σεμνά, «δημιουργώ υψηλή ρίμα», σε Αριστοφ.· ομοίως, ἀοιδὰς ἐπύργωσε, σε Ευρ.· απ' όπου, εξυψώνω, ανεγείρω, υψώνω, στον ίδ.· ομοίως, πυργόω χάριν, τη μεγαλοποιώ, την εξογκώνω, στον ίδ. — Παθ., επαίρομαι, σε Ανθ.· πεπύργωσαι θράσει, λόγοις, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

πυργόω: μέλλ. -ώσω, (πύργος) περιζώνω, περιφράττω διὰ πύργων, Θήβης ἕδος ἔκτισαν... πύργωσάν τε Ὀδ. Λ. 264, πρβλ. Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 4. 3, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 174, Εὐριπ. Βάκχ. 172. - Μέσ., κτίζω πύργους, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 20.
2) μεταφορ., προφυλάττω, ὑπερασπίζω, δέμας ἀσπίδι Νόνν. Δ. 30. 52, κτλ. 3) πυργωθείς, ἐφωδιασμένος μὲ πύργον, ἐπὶ ἐλέφαντος, Ἀνθ. Π. 9. 285. ΙΙ. μεταφ., ἀνυψῶ εἰς μέγα ὕψος, πυργῶσαι ῥήματα σεμνὰ Ἀριστοφάν. Βάτρ. 1004· τέχνην... ἐπύργωσ’ οἰκοδομήσας ἔπεσιν μεγάλοις Ἀριστοφ. Εἰρ. 749· οὕτως, ἀοιδὰς εὐδαίμονίας ἐπύργωσε Εὐρ. Ἱκέτ. 998, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 39· - ἐντεῦθεν, ἐξυψώνω, ἀνεγείρω, ὑψώνω, π. ἄνω τὰ μηδὲν ὄντα Εὐρ. Τρῳ. 608· Τροίαν αὐτόθι 844· ὑμᾶς... τυραννίσι πατὴρ ἐπύργου ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 475· οὕτως ἐπὶ ἰατρῶν, οἷα δὴ φιλοῦσιν ἰατροὶ λέγειν, τὰ φαῦλα μείζω... πυργοῦντες αὐτούς, μεγαλυνόμενοι, ἐπαιρόμενοι, Μένανδρ. ἐν «Φανίῳ» 3· οὕτω, π. χάριν, μεγαλοποιῶ, ἐξογκώνω αὐτήν, Εὐρ. Μήδ. 526, πρβλ. Elmsl. εἰς Εὐριπ. Ἡρακλ. 293· π. καθαροῖς λούμασι, κοσμῶ (τὴν πόλιν) με..., Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 903. - Παθ., ἐπαίρομαι, ὡς τὸ ὑψοῦσθαι, Αἰσχύλ. Πέρ. 192· οὕτω, πεπύργωσαι θράσει, λόγοις Εὐρ. Ὀρ. 1568, Ἡρ. Μαιν. 238.

Middle Liddell

πύργος
I. to gird or fence with towers, Od., Eur.:—Mid. to build towers, Xen.:—Pass., πυργωθείς furnished with a tower, of an elephant, Anth.
II. metaph. to raise up to a towering height, πυργῶσαι ῥήματα σεμνά "to build the lofty rhyme," Ar.; so, ἀοιδὰς ἐπύργωσε Eur.:—hence, to exalt, lift up, Ar.; so, π. χάριν to exalt, exaggerate it, Ar.:—Pass. to exalt oneself, Aesch.; πεπύργωσαι θράσει, λόγοις Eur.