3,276,932
edits
(35) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / ῥαγδαῑος, -α, -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που γίνεται, εκδηλώνεται ή επέρχεται με [[σφοδρότητα]] και σε [[μεγάλη]] [[ποσότητα]], [[σφοδρός]], [[ορμητικός]], [[ισχυρός]], [[καταρρακτώδης]] (α. «ραγδαία [[βροχή]]» β. «ῥαγδαῑον [[ὕδωρ]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>συνεκδ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που συμβαίνει [[γρήγορα]] και [[ξαφνικά]] (α. «ραγδαία [[πτώση]] τών τιμών» β. «ραγδαία [[εξέλιξη]] της νόσου»)<br /><b>2.</b> [[ακάθεκτος]] και [[βίαιος]] («ραγδαία [[καταδίωξη]] τών ληστών»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ορμητικός]], [[βίαιος]], [[μανιώδης]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ῥαγδαῑον</i><br />[[ορμή]], [[σφοδρότητα]], [[βιαιότητα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ραγδαίως</i>/ <i>ῥαγδαίως</i>, Ν ΜΑ, και ραγδαία Ν<br />με [[σφοδρότητα]] ή [[ορμητικότητα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>συνεκδ.</b> [[γρήγορα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «βιαίως ὕειν» — λεγόταν για φλύαρη [[γυναίκα]] <b>(Λιβάν.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. έχει σχηματιστεί από το επίρρ. [[ῥάγδην]] (<span style="color: red;"><</span> [[ῥήγνυμι]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μοιρ</i>-<i>αῖος</i>). Η [[σύνδεση]] του τ. με το ρ. [[ῥάσσω]] «[[χτυπώ]]» οφείλεται σε [[παρετυμολογία]]]. | |mltxt=-α, -ο / ῥαγδαῑος, -α, -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που γίνεται, εκδηλώνεται ή επέρχεται με [[σφοδρότητα]] και σε [[μεγάλη]] [[ποσότητα]], [[σφοδρός]], [[ορμητικός]], [[ισχυρός]], [[καταρρακτώδης]] (α. «ραγδαία [[βροχή]]» β. «ῥαγδαῑον [[ὕδωρ]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>συνεκδ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που συμβαίνει [[γρήγορα]] και [[ξαφνικά]] (α. «ραγδαία [[πτώση]] τών τιμών» β. «ραγδαία [[εξέλιξη]] της νόσου»)<br /><b>2.</b> [[ακάθεκτος]] και [[βίαιος]] («ραγδαία [[καταδίωξη]] τών ληστών»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ορμητικός]], [[βίαιος]], [[μανιώδης]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ῥαγδαῑον</i><br />[[ορμή]], [[σφοδρότητα]], [[βιαιότητα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ραγδαίως</i>/ <i>ῥαγδαίως</i>, Ν ΜΑ, και ραγδαία Ν<br />με [[σφοδρότητα]] ή [[ορμητικότητα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>συνεκδ.</b> [[γρήγορα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «βιαίως ὕειν» — λεγόταν για φλύαρη [[γυναίκα]] <b>(Λιβάν.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. έχει σχηματιστεί από το επίρρ. [[ῥάγδην]] (<span style="color: red;"><</span> [[ῥήγνυμι]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μοιρ</i>-<i>αῖος</i>). Η [[σύνδεση]] του τ. με το ρ. [[ῥάσσω]] «[[χτυπώ]]» οφείλεται σε [[παρετυμολογία]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ῥαγδαῖος:''' -α, -ον ([[ῥάγδην]]), [[σφοδρός]], [[βίαιος]], [[ορμητικός]], σε Πλούτ., Λουκ. | |||
}} | }} |