ῥαγδαῖος
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
English (LSJ)
α, ον, (ῥάγδην)
A furious, violent, of rain-storms, Arist.Mete.349a6, Aud.803a5, Plu.Tim.28, Luc.Tim.3; of lightning, Philostr.Im.1.14. Adv. ῥαγδαίως Aristid.Quint.2.11.
2 of persons, raging, furious, Telecl.30, Ar.Fr.243, Antiph.7; ὡς ῥ. ἐξελήλυθεν Diph.67; ῥ. ἐν τοῖς ἀγῶσι Plu.Pel.1: τὸ ῥ. violence, Id.2.447a, 456c. Adv. ῥαγδαίως violently, ἀναχεῖν Dsc.2.74; ὕειν, metaph. of a talkative woman, Lib.Decl.26.22.
German (Pape)
[Seite 830] reißend, bes. vom Sturm u. Platzregen, ὄμβροι, Plut. plac. phil. 4, 1 u. oft; ὑετός, Luc. Tim. 3 u. öfter; auch vom Blitze, Jac. Philostr. imag. p. 273; vom Lauf, τὸ ῥαγδαῖον καὶ τὸ σφοδρόν, Plut. de virt. moral. 7; vom Hauche, de cohib. ira 6; – übertr., heftig, hitzig, leidenschaftlich; Antiphan. in VLL.; Diphil. bei Phot. lex.; Plut. Pelop. 1; Clem. Al. u. a. Sp.; – ῥαγδαιοτέρως, E. M. 807, 28.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
véhément, impétueux en parl. du vent, de la pluie, etc. ; en parl. de pers. furieux ; τὸ ῥαγδαῖον PLUT violence.
Étymologie: ῥάγδος.
Russian (Dvoretsky)
ῥαγδαῖος:
1 стремительный, неукротимый (ἐν τοῖς ἀγῶσι Plut.);
2 сильный, проливной (ὄμβροι Plut.; ὑετός Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ῥαγδαῖος: -α, -ον, (ῥάγδην) ὡς καὶ νῦν, ὁρμητικός, βίαιος, σφοδρός, ἰσχυρός, ἀθρόος, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 12, 17, π. Ἀκουστ. 45, Διόδ. 2. 27, Πλουτ. Τιμολ. 28, Λουκ. Τίμ. 3· ἐπὶ ἀστραπῆς, Wessel. εἰς Διόδ. 1. 141, Jac. εἰς Φιλοστρ. Εἰκόν. 273· ἐπὶ ποτοῦ, Κλήμ. Ἀλ. 185. 2) ἐπὶ προσώπων, σφοδρός, βίαιος, μανιώδης, Τηλεκλείδης ἐν «Πρυτάνεσι» 7, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 37, Ἀντιφάνης ἐν «Ἀγροίκοις» 7· ὡς ῥ. ἐξελήλυθεν Δίφιλος ἐν «Πολυπράγμονι» 2· ῥ. ἐν τοῖς ἀγῶσι Πλουτ. Πελοπ 1· - τὸ ῥαγδαῖον, τὸ βίαιον, Πλούτ. 2. 447Α, 456C. - Ἐπίρρ. ῥαγδαίως, ὑετὸς ῥαγδαίως φερόμενος Ἰω. Χρυσ. τ. 7, σ. 46.
Greek Monolingual
-α, -ο / ῥαγδαῖος, -α, -ον, ΝΜΑ
αυτός που γίνεται, εκδηλώνεται ή επέρχεται με σφοδρότητα και σε μεγάλη ποσότητα, σφοδρός, ορμητικός, ισχυρός, καταρρακτώδης (α. «ραγδαία βροχή» β. «ῥαγδαῖον ὕδωρ», Αριστοτ.)
νεοελλ.
συνεκδ.
1. αυτός που συμβαίνει γρήγορα και ξαφνικά (α. «ραγδαία πτώση τών τιμών» β. «ραγδαία εξέλιξη της νόσου»)
2. ακάθεκτος και βίαιος («ραγδαία καταδίωξη τών ληστών»)
αρχ.
1. (για πρόσ.) ορμητικός, βίαιος, μανιώδης
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ῥαγδαῖον
ορμή, σφοδρότητα, βιαιότητα.
επίρρ...
ραγδαίως/ ῥαγδαίως, Ν ΜΑ, και ραγδαία Ν
με σφοδρότητα ή ορμητικότητα
νεοελλ.
συνεκδ. γρήγορα
αρχ.
φρ. «βιαίως ὕειν» — λεγόταν για φλύαρη γυναίκα (Λιβάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. έχει σχηματιστεί από το επίρρ. ῥάγδην (< ῥήγνυμι) + κατάλ. -αῖος (πρβλ. μοιραῖος). Η σύνδεση του τ. με το ρ. ῥάσσω «χτυπώ» οφείλεται σε παρετυμολογία].
Greek Monotonic
ῥαγδαῖος: -α, -ον (ῥάγδην), σφοδρός, βίαιος, ορμητικός, σε Πλούτ., Λουκ.