Anonymous

πυργηρέομαι: Difference between revisions

From LSJ
6
(6_5)
(6)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πυργηρέομαι''': ἀποθ., ἐγκλείομαι ὡς εἰ ἐν πύργῳ, πολιορκοῦμαι, Αἰσχύλ. Θήβ. 22, 184, Εὐρ. Ὀρ. 762, 1574, Φοίν. 1087· - ὁ Εὐστ. ἔχει ἐνεργ. τύπον πυργηρῶ, περιφράττω διὰ πύργων, Πονημάτ. 285. 62· καὶ μέσ. ἀόρ. πυργηρώσασθαι, [[αὐτόθι]] 123, 6. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πυργηρούμεθα· ἐντὸς ἐσμὲν τῶν πύργων, οὐ τολμῶμεν ἐξιέναι», καὶ «πυργηροῦμεν· φυλάττομεν τὰ τείχη»· - κατὰ Φώτ.: «πυργηρούμενοι· τὰ τείχη φυλάττοντες».
|lstext='''πυργηρέομαι''': ἀποθ., ἐγκλείομαι ὡς εἰ ἐν πύργῳ, πολιορκοῦμαι, Αἰσχύλ. Θήβ. 22, 184, Εὐρ. Ὀρ. 762, 1574, Φοίν. 1087· - ὁ Εὐστ. ἔχει ἐνεργ. τύπον πυργηρῶ, περιφράττω διὰ πύργων, Πονημάτ. 285. 62· καὶ μέσ. ἀόρ. πυργηρώσασθαι, [[αὐτόθι]] 123, 6. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πυργηρούμεθα· ἐντὸς ἐσμὲν τῶν πύργων, οὐ τολμῶμεν ἐξιέναι», καὶ «πυργηροῦμεν· φυλάττομεν τὰ τείχη»· - κατὰ Φώτ.: «πυργηρούμενοι· τὰ τείχη φυλάττοντες».
}}
{{lsm
|lsmtext='''πυργηρέομαι:''' Παθ., κλείνομαι όπως μέσα σε έναν πύργο, πολιορκούμαι, σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
}}