3,277,306
edits
(6) |
(4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πυργηρέομαι:''' Παθ., κλείνομαι όπως μέσα σε έναν πύργο, πολιορκούμαι, σε Αισχύλ., Ευρ. | |lsmtext='''πυργηρέομαι:''' Παθ., κλείνομαι όπως μέσα σε έναν πύργο, πολιορκούμαι, σε Αισχύλ., Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πυργηρέομαι:''' быть окруженным или осажденным (στρατὸς πυργηρούμενος Aesch.): πρὸς ἐχθρῶν π. Eur. находиться во вражеском кольце. | |||
}} | }} |