Anonymous

πυργηρέομαι: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πυργηρέομαι:''' Παθ., κλείνομαι όπως μέσα σε έναν πύργο, πολιορκούμαι, σε Αισχύλ., Ευρ.
|lsmtext='''πυργηρέομαι:''' Παθ., κλείνομαι όπως μέσα σε έναν πύργο, πολιορκούμαι, σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''πυργηρέομαι:''' быть окруженным или осажденным (στρατὸς πυργηρούμενος Aesch.): πρὸς ἐχθρῶν π. Eur. находиться во вражеском кольце.
}}
}}