Anonymous

σάρξ: Difference between revisions

From LSJ
944 bytes added ,  31 December 2018
6
(36)
(6)
Line 36: Line 36:
{{grml
{{grml
|mltxt=-αρκός, ἡ, ΝΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[σάρκα]].
|mltxt=-αρκός, ἡ, ΝΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[σάρκα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σάρξ:''' ἡ, (γεν. <i>σαρκός</i>),<br /><b class="num">I.</b> [[σάρκα]], [[κρέας]], Λατ. [[caro]], σε Όμηρ. κ.λπ.· στον πληθ., [[σάρκα]] ή το [[σύνολο]] των [[μυών]] του σώματος· <i>ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα</i>, σε Όμηρ.· ομοίως σε Ησίοδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ομοίως μερικές φορές στον ενικ., [[σάρκα]], [[σώμα]], γέροντα τὸν [[νοῦν]], <i>[[σάρκα]] δ' ἡβῶσαν φέρει</i>, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[σάρκα]], ύλη, αντίθ. προς το [[πνεύμα]], σε Καινή Διαθήκη· επίσης λέγεται για την ανθρώπινη [[φύση]] γενικά, στο ίδ.· [[πᾶσα]] [[σάρξ]], [[ολόκληρο]] το ανθρώπινο είδος, στο ίδ.
}}
}}