Anonymous

σάρξ: Difference between revisions

From LSJ
383 bytes added ,  1 January 2019
4
(6)
(4)
Line 39: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σάρξ:''' ἡ, (γεν. <i>σαρκός</i>),<br /><b class="num">I.</b> [[σάρκα]], [[κρέας]], Λατ. [[caro]], σε Όμηρ. κ.λπ.· στον πληθ., [[σάρκα]] ή το [[σύνολο]] των [[μυών]] του σώματος· <i>ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα</i>, σε Όμηρ.· ομοίως σε Ησίοδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ομοίως μερικές φορές στον ενικ., [[σάρκα]], [[σώμα]], γέροντα τὸν [[νοῦν]], <i>[[σάρκα]] δ' ἡβῶσαν φέρει</i>, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[σάρκα]], ύλη, αντίθ. προς το [[πνεύμα]], σε Καινή Διαθήκη· επίσης λέγεται για την ανθρώπινη [[φύση]] γενικά, στο ίδ.· [[πᾶσα]] [[σάρξ]], [[ολόκληρο]] το ανθρώπινο είδος, στο ίδ.
|lsmtext='''σάρξ:''' ἡ, (γεν. <i>σαρκός</i>),<br /><b class="num">I.</b> [[σάρκα]], [[κρέας]], Λατ. [[caro]], σε Όμηρ. κ.λπ.· στον πληθ., [[σάρκα]] ή το [[σύνολο]] των [[μυών]] του σώματος· <i>ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα</i>, σε Όμηρ.· ομοίως σε Ησίοδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ομοίως μερικές φορές στον ενικ., [[σάρκα]], [[σώμα]], γέροντα τὸν [[νοῦν]], <i>[[σάρκα]] δ' ἡβῶσαν φέρει</i>, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[σάρκα]], ύλη, αντίθ. προς το [[πνεύμα]], σε Καινή Διαθήκη· επίσης λέγεται για την ανθρώπινη [[φύση]] γενικά, στο ίδ.· [[πᾶσα]] [[σάρξ]], [[ολόκληρο]] το ανθρώπινο είδος, στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''σάρξ:''' σαρκός ἡ (Hom. преимущ. pl. с dat. σάρκεσσι)<br /><b class="num">1)</b> мясо, плоть (σάρκες τε καὶ ὀστέα Hom.);<br /><b class="num">2)</b> тело: σάρκα ἡβῶσαν φέρειν (v. l. φύειν) Aesch. иметь молодое тело, т. е. быть молодым годами.
}}
}}