3,277,301
edits
(6) |
(4) |
||
Line 39: | Line 39: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σάρξ:''' ἡ, (γεν. <i>σαρκός</i>),<br /><b class="num">I.</b> [[σάρκα]], [[κρέας]], Λατ. [[caro]], σε Όμηρ. κ.λπ.· στον πληθ., [[σάρκα]] ή το [[σύνολο]] των [[μυών]] του σώματος· <i>ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα</i>, σε Όμηρ.· ομοίως σε Ησίοδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ομοίως μερικές φορές στον ενικ., [[σάρκα]], [[σώμα]], γέροντα τὸν [[νοῦν]], <i>[[σάρκα]] δ' ἡβῶσαν φέρει</i>, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[σάρκα]], ύλη, αντίθ. προς το [[πνεύμα]], σε Καινή Διαθήκη· επίσης λέγεται για την ανθρώπινη [[φύση]] γενικά, στο ίδ.· [[πᾶσα]] [[σάρξ]], [[ολόκληρο]] το ανθρώπινο είδος, στο ίδ. | |lsmtext='''σάρξ:''' ἡ, (γεν. <i>σαρκός</i>),<br /><b class="num">I.</b> [[σάρκα]], [[κρέας]], Λατ. [[caro]], σε Όμηρ. κ.λπ.· στον πληθ., [[σάρκα]] ή το [[σύνολο]] των [[μυών]] του σώματος· <i>ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα</i>, σε Όμηρ.· ομοίως σε Ησίοδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ομοίως μερικές φορές στον ενικ., [[σάρκα]], [[σώμα]], γέροντα τὸν [[νοῦν]], <i>[[σάρκα]] δ' ἡβῶσαν φέρει</i>, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[σάρκα]], ύλη, αντίθ. προς το [[πνεύμα]], σε Καινή Διαθήκη· επίσης λέγεται για την ανθρώπινη [[φύση]] γενικά, στο ίδ.· [[πᾶσα]] [[σάρξ]], [[ολόκληρο]] το ανθρώπινο είδος, στο ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σάρξ:''' σαρκός ἡ (Hom. преимущ. pl. с dat. σάρκεσσι)<br /><b class="num">1)</b> мясо, плоть (σάρκες τε καὶ ὀστέα Hom.);<br /><b class="num">2)</b> тело: σάρκα ἡβῶσαν φέρειν (v. l. φύειν) Aesch. иметь молодое тело, т. е. быть молодым годами. | |||
}} | }} |