3,274,873
edits
(36) |
(6) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> (<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[σαφώς]], [[φανερά]], ολοφάνερα<br /><b>2.</b> (με γνωστικά και λεκτικά ρήματα) βεβαίως («σάφ' [[οἶδα]] ὑπό τε τῶν ἀγαθῶν πεπανθήσεσθαι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[σάφα]] [[λέγω]]» — λέω την [[αλήθεια]] («ἐπιστάμενος [[σάφα]] εἰπεῑν», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Το επίρρ. [[σάφα]] (<b>πρβλ.</b> [[κάρτα]], [[τάχα]]) φαίνεται ότι [[είναι]] ο αρχαιότερος τ. του συστήματος από τον οποίο σχηματίστηκε αρχικά το επίρρ. <i>σαφ</i>-<i>έως</i> (<b>πρβλ.</b> [[τάχα]]: [[ταχέως]]), στη [[συνέχεια]] το ουδ. <i>σαφές</i> με επιρρμ. [[χρήση]] και το συγκρ. <i>σαφέστερον</i>, απ' όπου το επίθ. [[σαφής]]. Καμία από τις ετυμολογήσεις που έχουν προταθεί για τους τ. δεν [[είναι]] ικανοποιητική. Κατά μία [[άποψη]], πρόκειται για σύνθ. λ. με α' συνθετικό επιτατικό τ. <i>σα</i>- και β' συνθετικό -<i>φα</i> / -<i>φής</i> (<b>πρβλ.</b> [[φάος]], [[φαίνω]]). Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με τον τ. [[σάος]] (<b>βλ. λ.</b> [[σώος]], [[τύλη]]), ενώ κατ' άλλους με τον ιων. τ. <i>σάω</i> «[[κοσκινίζω]]» (<b>βλ. λ.</b> [[σήθω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>φα</i> (<b>πρβλ.</b> [[μέσφα]]). Η [[οικογένεια]] τών τ. [[σάφα]] / [[σαφής]] εκφράζει την [[έννοια]] της πραγματικότητας με [[διαύγεια]], [[διαφάνεια]], [[ευκρίνεια]], ενώ το επίθ. [[ἀληθής]] είχε τη σημ. «αυτός που δεν [[είναι]] δυνατόν να κρυφθεί», από όπου «[[πραγματικός]]», το επίθ. [[ἀτρεκής]] την [[έννοια]] της ακρίβειας και το επίθ. [[ἐτεός]] την [[έννοια]] της αυθεντικότητας]. | |mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> (<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[σαφώς]], [[φανερά]], ολοφάνερα<br /><b>2.</b> (με γνωστικά και λεκτικά ρήματα) βεβαίως («σάφ' [[οἶδα]] ὑπό τε τῶν ἀγαθῶν πεπανθήσεσθαι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[σάφα]] [[λέγω]]» — λέω την [[αλήθεια]] («ἐπιστάμενος [[σάφα]] εἰπεῑν», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Το επίρρ. [[σάφα]] (<b>πρβλ.</b> [[κάρτα]], [[τάχα]]) φαίνεται ότι [[είναι]] ο αρχαιότερος τ. του συστήματος από τον οποίο σχηματίστηκε αρχικά το επίρρ. <i>σαφ</i>-<i>έως</i> (<b>πρβλ.</b> [[τάχα]]: [[ταχέως]]), στη [[συνέχεια]] το ουδ. <i>σαφές</i> με επιρρμ. [[χρήση]] και το συγκρ. <i>σαφέστερον</i>, απ' όπου το επίθ. [[σαφής]]. Καμία από τις ετυμολογήσεις που έχουν προταθεί για τους τ. δεν [[είναι]] ικανοποιητική. Κατά μία [[άποψη]], πρόκειται για σύνθ. λ. με α' συνθετικό επιτατικό τ. <i>σα</i>- και β' συνθετικό -<i>φα</i> / -<i>φής</i> (<b>πρβλ.</b> [[φάος]], [[φαίνω]]). Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με τον τ. [[σάος]] (<b>βλ. λ.</b> [[σώος]], [[τύλη]]), ενώ κατ' άλλους με τον ιων. τ. <i>σάω</i> «[[κοσκινίζω]]» (<b>βλ. λ.</b> [[σήθω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>φα</i> (<b>πρβλ.</b> [[μέσφα]]). Η [[οικογένεια]] τών τ. [[σάφα]] / [[σαφής]] εκφράζει την [[έννοια]] της πραγματικότητας με [[διαύγεια]], [[διαφάνεια]], [[ευκρίνεια]], ενώ το επίθ. [[ἀληθής]] είχε τη σημ. «αυτός που δεν [[είναι]] δυνατόν να κρυφθεί», από όπου «[[πραγματικός]]», το επίθ. [[ἀτρεκής]] την [[έννοια]] της ακρίβειας και το επίθ. [[ἐτεός]] την [[έννοια]] της αυθεντικότητας]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σάφᾰ:''' [σᾰ], ποιητ. επίρρ. του [[σαφής]], ξεκάθαρα, απλά, επιβεβαιωμένα, σταράτα, ρητά, με ρήματα που σημαίνουν [[γνώση]]· [[σάφα]] [[οἶδα]], [[σάφα]] οἰδώς, σε Όμηρ.· επίσης, σε Τραγ.· σάφ' [[οἶδα]], σάφ' [[ἴσθι]] κ.λπ.· σάφ' [[ἴσθι]], [[ὅτι]]..., σε Αριστοφ.· επίσης με λεκτικά ρήματα, σ. [[εἰπεῖν]], σε Όμηρ., Πίνδ. | |||
}} | }} |