Anonymous

σάφα: Difference between revisions

From LSJ
287 bytes added ,  31 December 2018
4
(6)
(4)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σάφᾰ:''' [σᾰ], ποιητ. επίρρ. του [[σαφής]], ξεκάθαρα, απλά, επιβεβαιωμένα, σταράτα, ρητά, με ρήματα που σημαίνουν [[γνώση]]· [[σάφα]] [[οἶδα]], [[σάφα]] οἰδώς, σε Όμηρ.· επίσης, σε Τραγ.· σάφ' [[οἶδα]], σάφ' [[ἴσθι]] κ.λπ.· σάφ' [[ἴσθι]], [[ὅτι]]..., σε Αριστοφ.· επίσης με λεκτικά ρήματα, σ. [[εἰπεῖν]], σε Όμηρ., Πίνδ.
|lsmtext='''σάφᾰ:''' [σᾰ], ποιητ. επίρρ. του [[σαφής]], ξεκάθαρα, απλά, επιβεβαιωμένα, σταράτα, ρητά, με ρήματα που σημαίνουν [[γνώση]]· [[σάφα]] [[οἶδα]], [[σάφα]] οἰδώς, σε Όμηρ.· επίσης, σε Τραγ.· σάφ' [[οἶδα]], σάφ' [[ἴσθι]] κ.λπ.· σάφ' [[ἴσθι]], [[ὅτι]]..., σε Αριστοφ.· επίσης με λεκτικά ρήματα, σ. [[εἰπεῖν]], σε Όμηρ., Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''σάφᾰ:''' (σᾰ) adv.<br /><b class="num">1)</b> ясно, отчетливо, уверенно, доподлинно ([[εἰδέναι]] Hom., Xen., Eur., Arph.);<br /><b class="num">2)</b> истинно, правдиво ([[εἰπεῖν]] Hom., Pind.).
}}
}}