Anonymous

σεσοφισμένως: Difference between revisions

From LSJ
6
(37)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> με [[εξυπνάδα]], με [[επιδεξιότητα]] («[[ἴσως]] οὖν τοῑς μὲν ὀνόμασιν οὐ [[σεσοφισμένως]] [[λέγω]]», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παθ. παρακμ. <i>σεσοφισμένος</i> του [[σοφίζομαι]]].
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> με [[εξυπνάδα]], με [[επιδεξιότητα]] («[[ἴσως]] οὖν τοῑς μὲν ὀνόμασιν οὐ [[σεσοφισμένως]] [[λέγω]]», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παθ. παρακμ. <i>σεσοφισμένος</i> του [[σοφίζομαι]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σεσοφισμένως:''' επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. <i>σεσόφισμαι</i>, με δόλο, με [[πανουργία]], με τον τρόπο των σοφιστών, σε Ξεν.
}}
}}